Wednesday, April 8, 2009

Πέτρος Κωστόπουλος: το βλαχοκυριλέ βάψιμο (και η αντίστοιχη εμφύτευση)



Και ολοκληρώνουμε την περιήγησή μας στον κόσμο βαψομαλλιάδων, εμφυτευματάκηδων και περουκοφόρων (αν και αυτή η περιπέτεια δεν τελειώνει ποτέ) με ένα περιποιημένο αφιέρωμα στον Πέτρο Κωστόπουλο (Ολοκληρώνουμε, γιατί δεχτήκαμε μια τιμητική επαγγελματική πρόταση. Αντί να γράφουμε, σαν μαλάκες, τζάμπα, ο εκλεκτός δημοσιογράφος Νίκος Χατζηνικολάου είχε την καλοσύνη και μας πρότεινε να κάνουμε editing στα κείμενά του στη Real News, τα οποία, κατά κοινή ομολογία, δεν διαβάζονται. Από την επόμενη εβδομάδα, λοιπόν, θα επιχειρήσουμε να δώσουμε μεγαλύτερη ζωντάνια στα πληκτικά άρθρα του Νίκου. Τώρα που το σκέφτομαι, Νίκο, επειδή το να κάνει κανείς editing σε τόσο κακογραμμένα και ανιαρά κείμενα είναι κομματάκι δύσκολο και εκνευριστικό, σκέφτομαι μήπως αντί για editor αναλάβω ghostwriter. Όχι Νίκο· αυτό δεν έχει σχέση με τίποτε συγγραφείς που γίνονται φαντάσματα κλπ. Σημαίνει κάτι άλλο. Ρώτα, καλύτερα, τη Μαριάννα Πυργιώτη να σου εξηγήσει το ακριβές περιεχόμενο του όρου…).


Ο μικρός Πέτρος ήταν ένα τυπικό παιδί της ελληνικής επαρχίας. Γεννημένος σε μια ταπεινή οικογένεια του μόχθου στην περιοχή του Βόλου, η οποία δύσκολα τα έφερνε βόλτα. Ο πατέρας επαγγελματίας του βολάν (σε γκρι χρώμα τότε), η μητέρα κατά βάσιν οικιακά. Δύσκολα έβγαινε το μεροκάματο και αυτό στοίχιζε στον μικρό Πέτρο, του οποίου η ψυχή εφλέγετο για τα μεγάλα, τα πολυτελή και τα υψηλά… Η λαϊκή του καταγωγή τον στοίχειωνε. «Εγώ είμαι για μεγάλα πράγματα» έλεγε και ξανάλεγε από μέσα του ο ακαλαίσθητος και χονδροειδής στους τρόπους έφηβος, επιχειρώντας να γίνει δεκτός στον «καλό κόσμο» της θεσσαλικής πόλεως για αρχή – και μετά βλέπουμε… Εντελώς άξεστος και ακαλλιέργητος, τριγύριζε με μακριά μαλλιά (είχε τότε τρίχα μπόλικη και θυσανωτή) στενό τζιν και μαύρο σκαρπίνι με λευκή αθλητική κάλτσα δώθε–κείθε, βαρώντας μυίγες της θεσσαλικής πόλεως.


Ασχολήθηκε και με το γουότερ πόλο (για να το γράψουμε στην ελληνοαγγλική / ελληνοχωριάτικη version που καταλαβαίνει καλύτερα ο Πέτρος…) με στόχο τη σχετική φιγούρα στα κορίτσια. Ο αγροίκος χαρακτήρας του ταίριαζε με τη βαθύτερη σκληρότητα (κάτω από το νερό) του συγκεκριμένου αθλήματος. Η εφηβεία του συνέπεσε με τη δημιουργία και γιγάντωση του κύματος της «Αλλαγής» και ο Πέτρος βρήκε επιτέλους αυτό που εξέφραζε τις μύχιες επιθυμίες του, την πραγματική του ιδιοσυστασία, αλλά και το όχημα για να του προσδώσει μια κάποια οντότητα, αφού βίωνε την επαρχιώτικη καταγωγή του ως άχθος και επιθυμούσε να ξεχωρίσει. Το ΠΑΣΟΚ των καταφρονεμένων που γυάλιζε, όμως, το μάτι τους για εξουσία ταίριαζε γάντι στους πόθους του φιλόδοξου και συμπλεγματικού Πέτρου...


Ξεκωλώθηκε, λοιπόν, στην αφισοκόλληση εκεί, στους κακοτράχαλους δρόμους και δρομίσκους του Βόλου, αντιμετωπίζοντας τον «Μεγάλο» σαν Θεό. «Έτσι θέλω να γίνω κι εγώ, σαν τον Ανδρέα» έλεγε και ξανάλεγε, φαντασιωνόμενος μεγαλεία, παράτες και λιλιά. Παρακολουθούσε τις μεγάλες συγκεντρώσεις της εποχής στην ασπρόμαυρη τηλεόραση Telefunken της οικογένειας και φαντασιωνόταν τον εαυτό του στη θέση του ομιλητή να τον επευφημούν οι μάζες...


Επίσης, πίεζε φορτικά τη μητέρα του να «αποκαθηλώσει» τον πίνακα του «γέρου με το τσιμπούκι» από το σαλονάκι και να τον αντικαταστήσει με κορνιζαρισμένη αφίσα του Ανδρέα με το τσιμπούκι…

 
Έντονος ο πόθος της αναγνώρισης για τον νεαρό Πέτρο, έντονο βέβαια και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τον κατέτρυχε. Το ατόφιο λαϊκό ρεύμα που έφερε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία μίλαγε στην καρδιά του Πέτρου. Ήταν η εκδίκηση των μαζών που ήταν στην απέξω και τώρα θα έπαιρναν την εκδίκησή τους. Πήξαμε στα λαχανί και παρδαλά ιδρωμένα πουκάμισα, τα γένια και τα μουστάκια. Άρχισε η μεγάλη εποχή της ελληνικής ακμής, όπου μπορούσες να βρεις να στρογγυλοκάθονται στις υπουργικές καρέκλες έναν Τζουμάκα, έναν Βερυβάκη, έναν Βασίλη Κεδίκογλου, έναν Βαγγέλη Γιαννόπουλο...



Η σπουδαιότερη χώρα του κόσμου, η χώρα του ούζου, το ελαιολάδου και του μουσακά, έμπαινε σε ένα τούνελ ακμής και υψηλού γούστου, από το οποίο δεν θα έβγαινε ποτέ…


Τα ένσημα που κόλλησε ο Πετράκης στις αφισοκολλήσεις τον έφεραν στις Βρυξέλες, έχοντας περάσει, εν τω μεταξύ, από το Παρίσι, όπου είχε πάει να κάνει μεγάλη ζωή, να δει εκ του σύνεγγυς τη λάμψη που έβλεπε στις τηλεοράσεις και τα περιοδικά της εποχής (και, επί τη ευκαιρία, να πάρει και κανένα πτυχίο στην πολιτική οικονομία). Διέπρεψε ως παχυλόμισθος της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, όπου ο πασοκικός μηχανισμός τον είχε τοποθετήσει για να καθοδηγήσει και αυτός το ευρωπαϊκό όραμα... Μια τυχαία συνάντησή του με τον sui generis εκδότη ΆρηΤερζόπουλο και ένα μεταξύ τους στοίχημα τον έφερε στην Αθήνα να εκδίδει το περιοδικό ΚΛΙΚ. Αρχικά ενδιαφέρον ως πείραμα, σε μια χώρα που είχε περιοδικά όπως το Φαντάζιο και το Ρομάντζο… Η υπόθεση ξεκίνησε καλά, αλλά με τον ακαλλιέργητο Πέτρο στο τιμόνι η κατάληξη ήταν προδιαγεγραμμένη. Το κλίμα έγινε γρήγορα βαρύ εντός του περιοδικού (και του μετέπειτα δημιουργηθέντος ομοτίτλου ραδιοφωνικού σταθμού), αφού δύσκολα σοβαρός και με σπονδυλική στήλη άνθρωπος μπορούσε να ανεχθεί για πολύ τις κόνξες και τις ναπολεόντειες συμπεριφορές του εραστή-εκδότη της συμφοράς. Εξ ου τα νεύρα και οι ουκ ολίγες αποχωρήσεις… Από το new journalism και τον Μax Headroom, γρήγορα το περιοδικό έγινε ο καθρέφτης των βαθύτερων χαρακτηριστικών του διευθυντού του, αλλά και αντανάκλαση μιας κοινωνίας σε κρίση, με τον εγωτισμό, τον παχυδερμισμό και τη λιγουρίαση σε πρώτο πλάνο...


Πιπεράτα σεξουαλικά θέματα, ΙΝ και OUT, χυδαιολογίες, εξυπνακισμοί – το παιδί από τον Βόλο βάλθηκε να δείξει στον κόσμο της Αθήνας (τον οποίον κατά βάση φθονούσε) τρόπο ζωής. Έτσι, σταδιακά, το περιοδικό αυτό απετέλεσε το όχημα του μεγαλύτερου εκχυδαϊσμού που γνώρισε η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Εξέφρασε όλη την γλυκιά αποχαύνωση και οπισθοδρόμηση των κοινωνικών ομάδων που έφεραν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία (και το αντίστροφο).


Μπουζούκια, γαρύφαλλα, λεκτικός τραμπουκισμός, καθώς πρέπει σκυλούδες, γυμνάστριες, ποδόσφαιρο, φιγουρατζίδικα αυτοκίνητα, κώλοι και βυζιά. Από τα «ψαγμένα»θέματα και την αισθητική αναζήτηση κατέληξε στο worship του κώλου της Γωγούς Μαστροκώστα και των βυζιών της Βάνας Μπάρμπα


Το περιοδικό, βέβαια, στάθηκε και έγινε σημείο αναφοράς, χάρη στη στήριξη του εκδότη του, Άρη Τερζόπουλου (τη σύζυγο του οποίου Λάουρα πολύ «εθαύμαζε» ο νεόκοπος «λαϊφσταϊλίστας» απ’ τον Βόλο…). Τα μυαλά, όμως, του Πετράκη πήραν αέρα μπόλικο και θέλησε να γίνει ο ίδιος εκδότης. Διέλυσε, λοιπόν, ουσιαστικά το παλιό μαγαζί για να ανοίξει δικό του. Στα εκδοτικά, ο ποιοτικός κατήφορος δεν άργησε να έρθει με τα Down Town και τα Nitro, αντανακλώντας, βέβαια, και τα βαθύτερα και αληθινά χαρακτηριστικά της ψυχοδομής και του γούστου του ακόρεστου για απολαύσεις και μεγαλεία Πέτρου...


Στα αμιγώς επιχειρηματικά δεν θα μπούμε. Είναι ανιαρά και δεν ενδιαφέρουν το κοινό. Εκείνο που μετρά είναι ότι, δελεάζοντας, με την «κωλάδικη» λάμψη των Μέσων της πλάκας που κατέχει, κάποιους οικονομικά ισχυρούς, κατάφερε ένα μέρος της επιχειρηματικής ελίτ της χώρας (και αυτό λέει πολλά τόσο για τη χώρα όσο και για τις «ελίτ» της) να του εξασφαλίσει κεφάλαια και χρηματοδοτήσεις για να περνάει ο ίδιος ζωή και κότα... Ο βαθύτερος στόχος είχε επιτευχθεί. Το βλαχαδερό από το Βόλο, με τον λόγο που μοιάζει με λόξιγκα και με τη βαριά, εκνευριστική θεσσαλική προφορά (που τα «ο» τα μετατρέπει σε «ου» τρώγοντας ταυτοχρόνως τα φωνήεντα και την οποία, χρόνια τώρα, δεν κατόρθωσε να αποβάλει - μια προφορά που μόνο γραφικότητα και θυμηδία αποπνέει), πέτυχε. Τα είχε καταφέρει (α λα ελληνικά…). Από τις άσπρες συνθετικές κάλτσες με τα φτηνά σκαρπίνια πέρασε στα Rossetti, από τα μηχανόβια Perfecto στα Cavalli, από τα "μάλμπουρο" που τα στερέωνε στο διπλωμένο μανίκι του (φτηνού) μακό, στα πούρα, από τα clubs στα μπουζουξίδικα… Οι εκδρομές πια δεν αφορούσαν τα γραφικά χωριά του Πηλίου, αλλά τα Aspen στα Colorado (και, φυσικά, την αναπόφευκτη Μύκονο...).


Και οι Τάκηδες και Λάκηδες από το Βόλο, αντικαταστάθηκαν με Γιάννες και (όπως τους λέει και ο Πρόεδρος Λεβέντης) Κοκκαλαίους (τη σύζυγο του οποίου, Ελένη, o Πέτρος επίσης πολύ «εθαύμαζε»). Μαζί με τον βασιλικό ποτίστηκε και η γλάστρα – κι ο Πέτρος ήταν γλάστρα ογκώδης, χοντροκομμένη, αλλά και ανθεκτική... Αφού «φτιάχτηκε» κάπως οικονομικά και κοινωνικά, αποφάσισε και να νοικοκυρευτεί, σε μια επίδειξη αφόρητου κομφορμισμού, αναντίστοιχου, βέβαια, με τα όσα τάιζε του αφελείς αναγνώστες του, που αντιμετώπιζαν αυτόν σαν τοτέμ και τις απόψεις του σαν ευαγγέλιο. Η σύζυγός του δεν θα μπορούσε να προέλθει παρά από τον χώρο των μοντέλων. Η Τζένη Μπαλατσινού, ένα καλό και ήσυχο ξανθό κορίτσι, μοντέλο τότε, επρόκειτο να είναι ο άνθρωπος που θα ανεχόταν στωικά, εφεξής, τον εκρηκτικό χαρακτήρα του, τις εξάρσεις και τα νεύρα του...


Ο άριστος σε όλα (όπως του αρέσει να αυτολανσάρεται) δημοσιογράφος-εκδότης απ’ τον Βόλο, δοκίμασε την τύχη του και στην TV, την οποίαν, κατά τα άλλα, σνόμπαρε. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από το STAR, όπου παρίστανε τον David Letterman, δοκίμασε την τύχη του στον Alpha. Πόσο γέλωτα μέχρι δακρύων δεν ρίξαμε βλέποντας τον εκδότη του… κώλου (κυριολεκτικά και μεταφορικά), σαν άλλον Donald Tramp, να παρουσιάζει την ελληνική version του Apprentice, παίρνοντας τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά και μετατρέποντας σε κωμικό τον - υποτίθεται - σοβαρό ρόλο του... Ένας νεόπλουτος βλαχάκος με pinstripe ήταν, οπωσδήποτε, θέαμα ξεκαρδιστικό… Η ελληνική version του Apprentice απέτυχε, όμως, παταγωδώς και κατέβασε ρολά στο τάκα-τάκα, πλήττοντας τον εγωισμό του Βολιώτη παρουσιαστή με το πούρο και την βαριά προφορά…


Την είδε, βέβαια, και gourmet ο Πέτρος, ενώ όλο το αθηναϊκό άστυ γελά με τις δήθεν πρωτοποριακές συνταγές ενός κατά φαντασίαν σεφ, αλλά στην πραγματικότητα απλού, ερασιτέχνη μάγειρου. Αυτός ο άντρας με τα όλα του, το «απόλυτο αρσενικό», ο ανταγωνιστής του Στέφανου Ορφανίδη με την ανάγκη της αυτοδιαφημιστικής επιβεβαίωσης, είχε πάντα ένα πρόβλημα – ένα πρόβλημα που του χαράκωνε την ευαίσθητη και φιλόδοξη ψυχή του: τα μαλλιά του... Πολλοί τον θυμούνται να θρηνεί για τα τρίχες που χάνονταν, για να προστεθεί, λίγα τέρμινα αργότερα, και το απεχθές γκριζάρισμα. Ο Πέτρος, όμως, δεν ήταν άνδρας για ημίμετρα. Με μια αποφασιστική κίνηση, σαν ένας μικρός βολιώτης σίφουνας Άζαξ, επέλεξε λύση δραστική: εμφύτευση καραμπινάτη και μπογιάτισμα σε κομοδινί απόχρωση...


Τώρα πια όλα ήταν εντάξει. Ζήτησε και έλαβε από την επιστήμη πίστωση χρόνου. Το γήρας, η φθορά, μπορούσαν να περιμένουν λιγάκι, προτού ξανα-εμφανίσουν ευκρινώς τα σημάδια τους. Το ταπεινής καταγωγής αλλά φιλόδοξο και ακόρεστο παιδί από τη θεσσαλική γη είχε κάνει και πάλι το θαύμα του… Αυτό ήταν το πορτρέτο του Πέτρου Κωστόπουλου – του γκουρού της αισθητικής της πασοκικής νεοελλάδας… Και κλείνουμε την περιήγησή μας στον θαυμαστό κόσμο των βαμμένων μαλλιών με το συγκεκριμένο πορτρέτο, γιατί, μιλώντας για τον Πέτρο, μιλάμε, στην πραγματικότητα, για όλους εμάς – δηλαδή για τη συλλογική μας κατάντια… à bientôt!

Wednesday, April 1, 2009

José Mojica Marins: το μισανθρωπικό (και ολίγον παρανοϊκό) βάψιμο



Ο José Mojica Marins ή Zé do Caixão ή, απλώς, Coffin Joe αποτελεί μάλλον κάτι μοναδικό στην ιστορία του κινηματογράφου (ή κινηματόγραφου, όπως τον έλεγε και ο Κώστας Σημίτης…). Πρόκειται για έναν maestro της εναλλακτικής έκφρασης εκ Βραζιλίας, μια από τις σπάνιες φωνές ειλικρίνειας και διαφορετικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο στο είδος εκείνο της έβδομης τέχνης που συνδυάζει τρόμο και σεξ – γενικότερα, στο exploitation.


Ο José κατάλαβε από πολύ ενωρίς τη ματαιότητα της συμβατικής έκφρασης. Τον κούραζε αφόρητα η συμβατική και ηθικολογική προσέγγιση σε κάθε μορφή τέχνης. Επέλεξε, λοιπόν, να ζήσει και να δημιουργήσει μοναχικά (σαν τον Outsider του Colin Wilson) – και το κατάφερε με αξιοσημείωτη καλλιτεχνική (αν και δεν θα λέγαμε και εμπορική) επιτυχία. Ο μακρύς και μοναχικός δρόμος της προσωπικής, εναλλακτικής έκφρασης ουδέποτε τον απέλπισε – αντίθετα τον όπλιζε με δύναμη και κουράγιο πρωτόγνωρο, αν και η εντελώς μοναχική, αντισυμβατική πορεία φαίνεται ότι τον πείραξε λιγάκι στα νεύρα…


Ο ανυπότακτος και ευφάνταστος σκηνοθέτης υπήρξε συνήθως ο ίδιος πρωταγωνιστής των εναλλακτικών κινηματογραφικών αριστουργημάτων του, εμφανιζόμενος επί της οθόνης ως το alter ego του, o Coffin Joe. O Joe, επαγγελματίας νεκροθάφτης, κυκλοφορούσε στον τόπο του ως ο τρελός του χωριού, το μίασμα, ο ιδιόρρυθμος και ενοχλητικός παρίας - ένας «λοξίας» του σκότους με μια παράδοξη οπτική. Πάντοτε ζώντας σε έναν καταθλιπτικό επαρχιακό μικρόκοσμο (να και πάλι το ζήτημα της επαρχίας, δηλ. του μικρού, κλειστού τόπου με τον στενοκέφαλο, οπισθοδρομικό κόσμο), αντιδρούσε φωνάζοντας «ο βασιλιάς είναι γυμνός»· κι εδώ που τα λέμε, όχι μόνο το φώναζε, αλλά μούγκριζε γεμάτος πάθος και οργή, κάνοντας και σχετικές γκριμάτσες αποστροφής (όσοι, ελάχιστοι, είχαν την τύχη να απολαύσουν τα μικρά κινηματογραφικά διαμάντια του ιδιόρρυθμου καλλιτέχνη, γνωρίζουν για τι μιλάμε…), γιατί ο πολύς κόσμος αδυνατούσε να συνταχθεί με τις απόψεις του και να αναγνωρίσει εκείνο που ο ίδιος θεωρούσε ως προφανές.


Ο λοξίας νεκροθάφτης ούτε στιγμή δεν μπορούσε να ανεχτεί την εξοργιστική, καταθλιπτική μικρόνοια των επαρχιωτών. Η δεισιδαιμονία, η θρησκοληψία, ο συντηρητισμός που κατατρύχει τους υπανάπτυκτους ανθρώπους του κλειστών τόπων εκνευρίζει τον José. Ευρύτερα, όμως, οι βασικοί στόχοι του καλλιτέχνη με τα κάπως διαταραγμένα νεύρα είναι ο αστικός κόσμος (bourgeois και petty-bourgeois) με τις συμβάσεις, τα τικ, τις αναστολές και τις νευρώσεις του, καθώς και η εκκλησία που, όπως μας δείχνει ο βλάσφημος José, λειτουργεί πάντοτε ως ο δεσμοφύλακας των ενστίκτων, ως ο δήμιος της λογικής… Μια περσόνα κατά πολλούς ανήθικη (ή, ακριβέστερα, α-ηθική), που δεν ανέχεται την κοινωνική σύμβαση· η θρησκευτική αποβλάκωση και η τρυφηλότητα των εκμαυλισμένων εκπροσώπων της λαμπερής αστικής παρακμής αποτελούν κόκκινο πανί για τον αινιγματικό καλλιτέχνη, τις οποίες χτυπά σαν χταπόδια, με όποιον τρόπο μπορεί – έναν τρόπο λίγο πρωτόγονο και γκροτέσκο, είν’ η αλήθεια, χωρίς, λ.χ., την ειρωνεία και λεπτότητα ενός Bunuel ή ενός Chabrol.


Το ως άνω περιγραφέν μίσος, από ένα σημείο και πέρα, λαμβάνει διαστάσεις ευρύτερα μισανθρωπικές. Ο José ζει σε έναν κόσμο που βασιλεύει – πρέπει να βασιλεύει – μόνον ο ίδιος. Στην αντίληψή του δεν υπάρχει χώρος για άλλους βιρτουόζους… Όλοι, με εξαίρεση την ευγενή του ύπαρξη, είναι αδύναμοι και συμβατικοί – ως εκ τούτου αξιοκατάκριτοι και απορριπτέοι. Τους αδύναμους να καταλάβουν αλλά και να δράσουν σύμφωνα με τον αιώνιο νόμο των ενστίκτων, ο καλλιτέχνης δεν τους αντιμετωπίζει με κατανόηση – ούτε καν με συγκατάβαση. Βγάζει τον βούρδουλα και εφορμά (κυριολεκτικά), κοκκινίζοντας πλάτες... Η αποστροφή του προς τον (μέσο) άνθρωπο και την αδυναμία του (αντικατοπτρίζοντας, κατά μία έννοια, μια νιτσεϊκή οπτική) τον οδηγεί στη (νομιμοποιημένη στη συνείδησή του) επιλογή του φόνου – την απελευθερωτική δύναμη του οποίου εκθειάζει (καθώς και την ηδονή που προσφέρει, θυμίζοντας De Quincey και τη θεώρησή του περί φόνου ως μια από τις καλές τέχνες…).


Ο José είναι μονίμως θυμωμένος, με όλους και με όλα – ακόμη και με τον ίδιο του τον εαυτό. Στο μίσος έχει ανακαλύψει, ως άλλος Cioran, μια σχεδόν μεταφυσική δύναμη, που μπορεί και τον κρατά στη ζωή. Μισεί, όπως οι άλλοι αναπνέουν… Και εύχεται να τους δει όλους στην Κόλαση, με την οποίαν έχει μια αξιοπρόσεκτη καλλιτεχνική εμμονή, αναπαριστώντας την με ιδιαίτερη ενάργεια.


«Κουράστηκα από τους ανθρώπους» υποτονθορύζει ο εικονοκλάστης καλλιτέχνης στο αριστούργημά του «Απόψε θα πάρω την ψυχή σου». Και, αρνούμενος τις αυταρχικές θρησκευτικές υποχρεώσεις, σε μια κίνηση γεμάτη συμβολισμούς, θα ζητήσει να φάει κρέας, αν και Μεγάλη Παρασκευή… Η σύζυγός του, μια συμβατική μικροαστή, σαν κι αυτές που βλέπουμε παντού γύρω μας, επιχειρεί να τον συνετίσει. «Ξέχασες ότι σήμερα είναι Μ. Παρασκευή;» τον ρωτά με ανυπόκριτη αγωνία. «Και τι με νοιάζει; Θα φάω ό,τι θέλω και κανένας δεν θα με σταματήσει. Θα φάω κρέας σήμερα, ακόμη κι αν είναι ανθρώπινο», ουρλιάζει ο αντιδραστικός εγωκεντρικός και η αδύναμη σύζυγος κατεβάζει, όλο θλίψη, το βλέμμα.


Η περιφρόνηση προς κάθε τι κοινωνικά (και ιδίως θρησκευτικά) αποδεκτό βρίσκει στον μαυροφορεμένο, με την ελαφρά ανισορροπία, σκηνοθέτη τον κατ’ εξοχήν εκφραστή της. Ο επιτάφιος περνά, σε κλίμα κατάνυξης, έξω από το λιτό σπιτικό του José. Και λοιπόν; Εκείνος καταβροχθίζει, χωρίς ενοχές, ένα μπουτάκι αρνίσιο! Αυτό το αρνίσιο μπούτι λειτουργεί όπως ο σταυρός στα χέρια του Van Helsing. Ο σταυρός απομακρύνει τον Δράκουλα, ενώ το αρνίσιο μπούτι απομακρύνει τον ιερέα-επικεφαλής της ιεράς πομπής και σύνολο το Άγιο Πνεύμα από το φτωχικό του νεκροθάφτη-επαναστάτη. Μιλάμε για μια τεράστια, ανατρεπτική, επαναστατική κίνηση. Στο πρόσωπο του José (και στο αρνίσιο μπούτι) η εκκλησία βρίσκει τον μάστορή της - ή, αλλιώς, κόλαφος στην εκκλησία από ένα αρνίσιο μπούτι…


Όχι μόνο στο επίπεδο της καλλιτεχνικής έκφρασης, αλλά και στο προσωπικό επίπεδο, ο βίος του José Mojica Marins είναι διάστικτος από εκκεντρικότητα… Φορεί πάντοτε μαύρα ρούχα, μαύρο ημίψηλο, μαύρη μπέρτα, βάφει κατάμαυρα μαλλιά και γένια, ενώ διατηρεί τεράστια, φυσικά, νύχια – νύχια τόσο μεγάλα ώστε έχουν κυρτώσει ακολουθώντας μια κυκλική πορεία.


Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες, μέχρι στιγμής, πληροφορίες, ο παράδοξος αυτός άνθρωπος με τα σπασμένα νεύρα έχει αρπάξει ουκ ολίγους παπάδες και βολεμένους αστούς από τον λαιμό, λόγω και της διαταραγμένης προσωπικότητάς του, επιχειρώντας με αυτά τα χαρακτηριστικά μακρουλά του νύχια να τους… καρυδώσει. Δυστυχώς ή ευτυχώς (ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς), χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι κι αλλιώς, οι συνάνθρωποί μας αυτών των κατηγοριών αναπαράγονται σαν τα κουνέλια, με αποτέλεσμα κάθε απόπειρα εξοντώσεώς τους να καθίσταται, εν τέλει, μάταιη.

 
Η ιδιαίτερη (και γκροτέσκα) αναπαράσταση της Κολάσεως από τον μεγάλο μαέστρο του εναλλακτικού τρόμου και της μισανθρωπίας: http://www.youtube.com/watch?v=pAdAixzYq-k&feature=channel_page

Thursday, March 26, 2009

Αντώνης Φούσας: το νομικό και πατριωτικό βάψιμο



Αφήσαμε να περάσει η χθεσινή ημέρα εορτασμού της εθνικής παλιγγενεσίας και να κατακαθίσει το μπάφιασμα από την κατάποση μπακαλιάρου και σκορδαλιάς, προτού την τιμήσουμε κι εμείς, με τη σειρά μας, δια της φιλοτεχνήσεως του πορτρέτου ενός πραγματικού πατριώτη. Οι πατριώτες, βέβαια, αφθονούν σε τούτη τη χώρα (οι κατ’ επάγγελμα, τουλάχιστον…) και η επιλογή οδυνηρά δύσκολη (ποιον να πρωτοθυμηθεί κανείς: Νεοκλή Σαρρή, Μαρία Τζάνη, Σαράντο Καργάκο, Παναγιώτη Κρητικό, Δημήτρη Ιατρόπουλο, Γιάννη Τριάντη, Χρήστο Πασαλάρη ή μήπως Φιλοκλή Ασημάκη; Ατέλειωτος ο κατάλογος…). Τελικώς, αναπόφευκτα, το κριτήριο των βαμμένων μαλλιών πρυτάνευσε και το ιστολόγιό μας με υπερηφάνεια παρουσιάζει έναν – πρώτα και πάνω απ’ όλα – μεγάλο πατριώτη: τον δικηγόρο – και αποτυχόντα βουλευτή – Αντώνη Φούσα


Ο Αντώνης είναι γέννημα θρέμμα της αγνής ελληνικής επαρχίας. Της γης που γεννά αναστήματα... Και αυτό φαίνεται από την ευφυία του, αν και ορισμένοι την χαρακτηρίζουν ως απλή κουτοπονηρία. Εμείς αυτό δεν μπορούμε να το δεχτούμε. Πρώτον, διότι η κουτοπονηρία δεν θάλλει στην αγνή επαρχιώτικη γη (το ακριβώς αντίθετο) και δεύτερον γιατί, όπως έλεγε και ο μακαρίτης Βασίλης Ραφαηλίδης (ο και ως συν-πανελίστας του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου διακριθείς), «η πονηρία είναι το όπλο των κουτών, γιατί οι έξυπνοι δεν την χρειάζονται – έχουν απλώς την ευφυία»… Αν αυτό ισχύει για την σκέτη πονηρία, πόσο μάλλον για την κουτο-πονηρία… Όπως και να’ χει, ο Αντώνης «φωνάζει» την καταγωγή του από μακριά. Κεφάλι ογκώδες, μακρύ, παραλληλόγραμμο, επίπεδο στο πάνω μέρος – και να μην γνώριζες το βιογραφικό του, θα έβρισκες στο άψε-σβήσε ποιος τόπος είναι υπεύθυνος για την γέννηση του ανδρός… Ο πλατυκέφαλος και δολιχοκέφαλος αυτός άνδρας κατάγεται από την εύανδρο Ήπειρο και πιο συγκεκριμένα από τα Ιωάννινα (χωριό Ρεπετίστα, στον εξωτικό Άνω Καλαμά). Φτωχή περιοχή – από τις φτωχότερες της Ευρώπης – αλλά πλούσια σε φαιά ουσία - και πατριωτική ευαισθησία... Αν σκεφτεί κανείς ότι και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας (ο και ως δανειστής του Ανδρέα διακριθείς) Κάρολος Παπούλιας (ουπς, μήπως είναι «θεσμός» και πρέπει να τον αφήσουμε εκτός σχολιασμού;), με την γνωστή και αδιαφιλονίκητη πατριωτική υπερευαισθησία, έλκει την καταγωγή του από τον ίδιο (άγονο) τόπο, μπορούμε να καταλάβουμε για τι πατριωτικό φρόνημα μιλάμε… Πτωχός, λοιπόν, τόπος και κακοτράχαλος, ανάγκασε τον νεαρό Αντώνη να πάρει το δισάκι του και να κατέβει στην πρωτεύουσα. Δύσκολη η ζωή στο κλεινόν άστυ, αλλά η πονηρία και το πάθος για διάκριση και προκοπή του νεαρού επαρχιώτη άνοιξε σταδιακά τις πόρτες της επιτυχίας...


Ο μικρός Αντώνης, λοιπόν, ανδρώθηκε και, αποφοιτώντας από τη Νομική σχολή του Αθήνησι, «αρχίνισι» (όπως λένε το άρχισε στα μέρη εκείνα) να δικηγορεί δημιουργώντας αξιοζήλευτη καριέρα (με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό στον ωραία Ελλάδα…). Κατάφερε να χτίσει όνομα – αυτό πρέπει να το διαλαλήσουμε. Ωστόσο, ουδέποτε κατάφερε να ξεπεράσει τον ακατανίκητο φθόνο, που τον κατέτρωγε σαν σαράκι, απέναντι σε δικηγόρους «αστικής» προελεύσεως, όπως τον, και ως συνήγορο του δικτάτορος Ιωαννίδη διακριθέντα, Κον Αλφαντάκην (υπερήφανο ιδιοκτήτη στρατιάς αυτοκινουμένων οχημάτων Maserati) και – κυρίως – τον αριστοκρατικό «Αλέκο» των δικαστικών αιθουσών, τον ευθυτενή και υπέρκομψο Αλέξανδρο Λυκουρέζο.


Ειδικώς δε απέναντι στον δεύτερο, ο φθόνος φθάνει σε επίπεδα δυσθεώρητα… Τον Αντώνη τον εκνευρίζει πολλά (κυπριακή διάλεκτος) η «αριστοκρατική» στόφα του ανδρός – το κλασσικά υπέρκομψο (ή υπέρκομψα κλασσικό) στυλ του... Στυλ anglais, λανσαρισμένο με αξιοσημείωτη επιτυχία. Κοστούμια στενής γραμμής ή σακάκια tweed (με suede patches στους αγκώνες) με κομψά, στενά, αγγλικού στυλ παντελόνια, ακριβές τιράντες με δερμάτινα «τελειώματα», φίνα κασμιρένια πουλόβερ (σε έντονα χρώματα) μέσα από το σακάκι, bold stripes υποκάμισα με cutaway collars ή tab collars ή (σπανιότερα) pin collars, ενίοτε δε και υπέροχα tattersall country shirts, συνοδευόμενα από κομψότατα suede, καφέ χρώματος, υποδήματα "chukka boots". Τι να αντιπαραθέσει μπροστά σε αυτό το μνημείο κομψότητας ο Αντώνης με τα βαρετά και προβλέψιμα γκρι κοστούμια, τα ανιαρά και ανέμπνευστα λευκά υποκάμισα με τους μυτερούς γιακάδες, τις αταίριαστες γραβάτες και τα βαρετά μέχρι θανάτου... Sebago (που φορά μέρα νύχτα και ο Δημήτριος Αβραμόπουλος… - Στιλιστικό tip, επί τη ευκαιρία: αγόρια της βουλής και των δικαστηρίων, δεν φορούμε «παντοφλέ» υπόδημα ή μοκασίνι – Sebago ή άλλο – με κοστούμι. Μόνο δετό υπόδημα – εκτός κι αν είμαστε ο Γιώργος Τράγκας, οπότε μπορούμε να συνταιριάξουμε άνετα, όπως έχουμε δείξει και σε παλαιότερη ανάρτηση, κοστούμι ακόμη και με… πέδιλο).


Στα δικαστήρια, βεβαίως, εν ώρα αγορεύσεως, δύσκολα τον καταλαβαίνει κανείς τον Αντώνη… Το ίδιο και, κατά το παρελθόν, όταν αγόρευε από του βήματος της βουλής. Η βαριά ηπειρώτικη προφορά, το φάγωμα των φωνηέντων, χαρίζει στην ομιλία του επαρχιώτου θεμιστοπόλου ένα χαρακτηριστικότατο τοπικό ηχόχρωμα… Κερδίζει, όμως, τελικά τις εντυπώσεις, γιατί η χάρις των κινήσεων, η ουσία των επιχειρημάτων, καθώς και το φλογερό πάθος κατά την υπεράσπιση των θέσεών του κατανικά κάθε άλλο handicap. Τώρα πια, την ομιλία του ανδρός (με την ελαφρά εκτόξευση σιέλου κατά τη διάρκεια της αγορεύσεως, όταν «κρεσεντάρει») την απολαμβάνουν μόνον οι άνθρωποι των δικαστηρίων, καθότι ο Αντώνης δεν μπόρεσε, δυστυχώς, να επανεκλεγεί βουλευτής. Οι πατριωτικές δυνάμεις απώλεσαν έναν δυναμικό εκπρόσωπο, αλλά ο χώρος των δικαστηρίων γεύτηκε την «ολική επαναφορά» της δικηγορικής δεξιότητος του Αντώνη...


Η πατριωτική ευαισθησία του Αντώνη, πάντως, αποτελεί και το σήμα κατατεθέν του. Θυμόμαστε ότι η έγκριτη εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ είχε αναφέρει, σε ανύποπτο χρόνο, ότι ο Αντώνης, κατά τη διάρκεια κρουαζιέρας [ή κρουαζέρας (sic), όπως συνηθίζει να την αποκαλεί], ατενίζοντας από μακριά την αλβανική γη, εβλήθη από πατριωτικό οίστρο και… εβούτηξε από το σκάφος, με πάθος, στα παγωμένα ελληνικά νερά, αλαλάζοντας: «εμπρός, να πάρουμε πίσω τη Βόρειο Ήπειρο!». Τελικώς, τον περισυνέλλεξαν και τον συνέφεραν με τσάι, ζεστή κουβέρτα και κονιάκ… Ο Αντώνης έχει μερικά μικρά χαρακτηριστικά που του χαρίζουν μια αισθητική ιδιαιτερότητα. Εκτός από την βαρετή «δικηγορίστικη» ενδυμασία και την ελαφρά «κατάβρεξη» την ώρα που μιλά, έχει την όχι και τόσο κομψή συνήθεια να ξύνει το αυτί του τοποθετώντας στο εσωτερικό του το μικρό του δάκτυλο κάνοντας έντονες κινήσεις, τις οποίες συνοδεύει με facial έκφραση ανείπωτης ικανοποιήσεως... Επίσης, βάφει επιμελώς, σε κομοδινί απόχρωση, το ελάχιστο μαλλί του… Όλοι μακαρίζουμε την ηπειρώτικη γη που έβγαλε ένα τόσο μεγάλο κεφάλι…
 

Saturday, March 21, 2009

Τόλης Βοσκόπουλος: Το ερωτικό (μέχρι αηδίας) βάψιμο



(Το παρόν κείμενο αφιερούται στον εκλεκτό δημοσιογράφο Νίκο Χατζηνικολάου, ο οποίος, μολονότι υποσχέθηκε ότι θα εκδίδει κάθε εβδομάδα εφημερίδα χωρίς προσφορές και, Κυριακή μπαίνει-Κυριακή βγαίνει, τηρεί την υπόσχεσή του απαρεγκλίτως, την εβδομάδα ετούτη κάνει μιαν εξαίρεση και μας χαρίζει κασετίνα Τόλη Βοσκόπουλου. Νίκο σ’ ευχαριστούμε…)

 
Τόλιος είναι το πραγματικό του όνομα. Τόλιος Βοσκόπουλος. Ο Τόλιος έγινε Τόλης, γιατί στο ευαίσθητο παιδί με την καλλιτεχνία στο αίμα του κάτι δεν ακουγόταν καλά στο ιταλογενές (όπως νόμιζε) όνομα. Και το άλλαξε. Έτσι δημιουργήθηκε το όνομα-trademark «Τόλης», στο άκουσμα του οποίου ριγούμε άπαντες. Γιατί ο Τόλης είχε και έχει ιδιαίτερο σουξέ σε όλα τα φύλα, ενώ αποτελεί καλλιτεχνικό τοτέμ και της gay ελληνικής κοινότητας – ειδικά των αγοριών με μουστάκια… Η μεγάλη πορεία που έμελλε να σφραγίσει τα καλλιτεχνικά, αλλά και, ευρύτερα, τα πολιτιστικά πράγματα στη χώρα του μουσακά ξεκίνησε από την ιερή θεσσαλική γη, από μια γωνιά του Βόλου, απ’ όπου ο Τόλης έλκει την καταγωγή του. Τον κέρδισε, όμως, η πειραϊκή γη, καθότι το ταλέντο του ασφυκτιούσε στα στενά όρια της ελληνικής επαρχίας. Έτσι, το βήμα που έμελλε να αλλάξει τη ζωή του Τόλη έγινε και ο πολυτάλαντος νέος με την κελαριστή φωνή βρέθηκε στην Κοκκινιά, σε μια οικογένεια με πατέρα, μάνα και 11 (!) αδερφάδες… Με τα γράμματα σαν να μην τα πήγαινε και πολύ καλά (Τί σημασία, όμως, έχουν τα γράμματα, όταν είσαι φορέας ενός τέτοιου εκτυφλωτικού τραγουδιστικού ταλέντου;). Οι επίσημες εγκύκλιες σπουδές φαίνεται ότι δεν ήσαν για τον Τόλη. Ούτε μια στιγμή, όμως, μην μας περάσει απ’ το μυαλό ότι αυτό συνέβη λόγω ανικανότητας, νοητικής αδυναμίας, ή διανοητικής οκνηρίας. Όχι. Το ακριβώς αντίθετο. Ήταν τόσο χαμηλού επιπέδου και αυτονόητα για τον Τόλη τα σχολικά μαθήματα, που του προκαλούσε ανία η ενασχόληση με αυτά. Εξ ού και η αδιαφορία και αποτυχία στις επιδόσεις. Το έχει δηλώσει, άλλωστε, και ο ίδιος: «Ο μόνος λόγος που δεν μπορούσα το σχολείο ήταν ότι το μυαλό μου ήτανε πολύ μπροστά και δεν μπορούσα να συνεννοηθώ με τα παιδιά της ηλικίας μου. Τα έβλεπα σαν μωρά… Τα πιο πολλά γράμματα και την πείρα στη ζωή μου τα βρήκα στο πεζοδρόμιο». Έκανε και οιονεί πανεπιστημιακές σπουδές ο Τόλης, αποφοιτώντας από το πανεπιστήμιο της ζωής.


Μουσικόφιλη η οικογένεια του Τόλη. Ο πατέρας του ψάλτης (εκτός από λαχαναγορίτης στα Λεμονάδικα) και η μητέρα του τραγουδίστρια (στην κουζίνα, κατά την ενάσκηση των οικιακών καθηκόντων). Οι γονείς ενέτειναν τον πόθο του Τόλη για το τραγούδι. Ο Τόλης έχει δηλώσει ότι δεν χρειάστηκε να μεγαλώσει για να επιλέξει το επάγγελμα που τον έκανε γνωστό και αγαπητό σε όλους μας. Όπως έχει ο ίδιος εκμυστηρευτεί «Δεν το σκέφτηκα. Έγινε μόλις γεννήθηκα. Αντί να κλάψω, όπως όλα τα μωρά που έρχονται στον κόσμο, εγώ τραγούδησα κατευθείαν». Αυτός ήταν ο Τόλιος… Ο πατέρας του τον ήθελε μανάβη, να αναλάβει την οικογενειακή μαναβική επιχείρηση. «Μπαμπά, δεν μπορώ να γίνω μανάβης! Θέλω να γίνω θεατρίνος!», του είπε. Τελικά έγινε ηθοποιός – κάποιου είδους, τέλος πάντων. Αρχικά διέπρεψε ως κομπάρσος. Στον ΚΟΕΚ ( Κινηματογραφικό Οργανισμό Ελλήνων Κομπάρσων) έβρισκε, όποιος ήθελε, τον νεαρό Τόλη, μέχρις ότου τον γνωρίσαμε ως πρωταγωνιστή στο «Αδέλφια μου Αλήτες Πουλιά» και σε άλλες ταινίες που του επέτρεψαν να ξεδιπλώσει το υποκριτικό αλλά και τραγουδιστικό του ταλέντο. Ως τραγουδιστή, όμως, αποθεώσαμε τον Τόλη, ο οποίος μπούκαρε στα του τραγουδιού με πλούσια θεωρητική σκευή. Οφείλουμε τη «επίσημη» μουσική παιδεία του καλλιτέχνη στο Εθνικό Ωδείο, του Μανώλη Καλομοίρη. Απ’ ό,τι είδαμε, εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος, σ’ εκείνο εκεί το ωδείο πρέπει να έγινε βαρβάτη δουλειά.


«Γλυκά πονούσε το μαχαίρι» του έρωτα που έσφαζε την ευαίσθητη, γιομάτη πάθος, καρδιά του Τόλη. Κλάμα, αναφιλητά, πόνος και δάκρυα τα στιχουργικά συστατικά της βοσκοπούλειας τέχνης – όλα με αφορμή τον έρωτα και τις συνεπαγόμενες απογοητεύσεις, ακυρώσεις και διαψεύσεις. Ο Τόλης, όμως, ήξερε στο τέλος πάντα να ξεπερνά τους κινδύνους που ελλοχεύουν στο δρόμο του έρωτα, μέσα πάντοτε από τον ίδιο τον έρωτα. Το σφυροκόπημα του έρωτα, που γίνεται συχνά μέσα από τα καλλιτεχνήματα του Τόλη, είναι ψευδεπίγραφο – μια dissimulatio. Στην πραγματικότητα της ζωής του καλλιτέχνη, μόλις εξέπνεε ο ένας έρωτας, ακολουθούσε, στο τάκα-τάκα, ο επόμενος. Πάντα μπλεγμένος στους δαιδάλους του έρωτος ο ερωτομανής Τόλης.


Ο τροβαδούρος της καψούρας λατρεύτηκε, ως άνδρας, από τις γυναίκες. Οι ελληνίδες, άλλωστε, πάντοτε έρεπαν προς το «κλαψομούνικο» στυλ που εξέφραζε ο καλλιτέχνης, καθώς και τη μόνιμη και βαθειά εξάρτηση από το θήλυ… Έβλεπαν μπροστά τους, ως δυνητικότητα, την ευκολία του «χαλκά»… Μόνιμα ερωτευμένος, λοιπόν, αλλά και μόνιμα προδομένος ο Τόλης. Προσέφερε μεγάλη ποσότητα και ποιότητα έρωτος στις γυναίκες, αλλά εκείνες, στο τέλος, πάντοτε τον πλήγωναν. Η ανασφάλεια αλλά και η αφέλειά του τον κάνουν δούλο της γυναικείας ύπαρξης, από την οποία εμφανίζει εξάρτηση πρεζονίου. «Έχω μια αρραβωνιάρα» τραγουδά, έμπλεως πάθους, ο Τόλης, αλλά στη ζωή του οι αρραβωνιάρες ήσαν πολλές: Δούκισσα, Στέλλα Στρατηγού, Μαρινέλλα, Ζωή Λάσκαρη, Τζούλια Παπαδημητρίου είναι μερικές μόνο από όσες κατάφεραν να κλέψουν την καρδιά του ελαφρολαϊκού βάρδου (δεν ήταν δα και δύσκολο, εδώ που τα λέμε). Η τελευταία, όμως, σχέση που τον συγκλόνισε και τον οδήγησε σε γάμο ήταν η ηθοποιός (που υποδύεται εσχάτως και την βουλευτή του ΠΑΣΟΚ) Άντζελα Γκερέκου, η οποία είχε έλθει, πριν από χρόνια, από την επαρχία να τον δει να τραγουδά συνοδευόμενη από τη μητέρα της και τη… Μαρία Αλιφέρη (!!!).


Μόλις την είδε τού ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά» τραγουδούσε ο Τόλης, αλλά, φευ, η Άντζελα ήταν καστανή. Μιλάμε για έναν έρωτα βαθύ, χωρίς πάτο. Έναν έρωτα καθολικό, έναν έρωτα οριστικό. «Άμα χάσω την Άντζελα δεν ξέρω τι θα κάνω», δηλώνει ο ερωτευμένος και αφελής (αυτά τα δύο πάνε πάντα μαζί) καλλιτέχνης για το… «αυτοκολητάκι του» (Αυτοκολλητάκι μου να το θυμάσαι/το καρδιοχτυπάκι μου για πάντα θα 'σαι/και πια το ξέρω, εμείς οι δυο/χώρια δε ζούμε ούτε λεπτό…), ξεχνώντας ότι τέτοια πράγματα δεν λέμε ποτέ εις επήκοον των γυναικών. «Πίνω ζωή τώρα. Η Άντζελα με ποτίζει ζωή!», δηλώνει ευθαρσώς ο καλλιτέχνης. Και ζήλεια, θα συμπληρώναμε εμείς, αφού ο Τόλης ζηλεύει παθολογικά τη σύζυγό του – στέλεχος στο οποίο έχει ιδιαίτερη αδυναμία ο Γιώργος Παπανδρέου. Αλλά οι ερωτικές εξομολογήσεις παίρνουν, ενίοτε, και τη μορφή grand guignol: «Όταν θα χάσω την Άντζελα, θα πρέπει να πεθάνω κι εγώ! Αμέσως! Δεν υπάρχει ζωή μετά την Άντζελα!», εκμυστηρεύεται ο ευφάνταστος τροβαδούρος του έρωτα (έρως και θάνατος – το φροϋδικό δίπολο πάνω στο οποίο στοχάστηκε ο μέγας Τόλης, πηγαίνοντας τη σκέψη του Freud αρκετά βήματα παραπέρα). Αλλά και η Άντζελα, παρότι τον έχει αμελήσει (λόγω πολιτικής και μόνο και όχι λόγω γήρατος – να το ξεκαθαρίσουμε αυτό) σεμνύνεται να δηλώνει: «Ο Τόλης είναι δώρο ζωής!». Η Άντζελα φαίνεται να λατρεύει τον σύζυγό της, τον ερωτικό Τόλη. Απόδειξη; Ότι ενώ την σατιρίζουν ανηλεώς, εκτός και, κυρίως, εντός ΠΑΣΟΚ για τον σύζυγo που επέλεξε (η «κυρία Βοσκοπούλου», την αποκαλούν ειρωνικά στο εσωτερικό του Κινήματος), εκείνη μένει πιστή στη συζυγική παστάδα. Σοσιαλιστής, άλλωστε, και ο Τόλης (στη θεωρία πάντα, όπως και η σύζυγός του) και, το πάλαι ποτέ, από τους αγαπημένους διασκεδαστές του «Μεγάλου» με τα ζιβάγκο.


Τα τραγούδια του είναι τόσο ερωτικά, τόσο γλυκερά, σε βαθμό αηδίας. Η υπεργλυκαιμία είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ακούγοντας Τόλη. Έρρινη εκφορά, λυγμική έκφραση. Λυγμός και οργασμός μαζί. Αλλά και η ομιλία του εντάσσεται πλήρως στο πνεύμα των τραγουδιών του. Ομιλία σε στυλ Μίμη Πλέσσα, γλυκερή, αγαπησιάρικη, αφόρητη (όλοι φίλοι είμαστε, όλοι αγαπημένοι). Φετίχ του, στην έκφραση, η προτίμηση στις ερωτικές, γλυκερές, ποιητικίζουσες (σε στυλ ποίησης ημερολογίου) περικοκλάδες, καθώς και τα αισθαντικά υποκοριστικά (μανούλα, μανίτσα, αγαπούλα, μπαμπάκας, παλληκαράκι, θεούλης, καρδούλα κλπ.). Κομψός εξωτερικά ο Τόλης. Στα πρώτα βήματά του με αέρινα υποκάμισα, με μακρείς γιακάδες, ανοιχτά, να φαίνεται το στέρνο το πεποικιλμένο με χρυσό, χοντρό σταυρό. Αλυσίδες, καδένες, και το απαραίτητο δακτυλίδι στον παράμεσο (όχι βεβαίως κληροδοτημένο από την οικογένεια σε στυλ ευγενών, αλλά αγορασμένο, πρώτη γενιά, από τα μπουζοκοχρήματα) – δείγματα της ατόφιας λαϊκότητας του ανδρός. Αργότερα (όταν πήρε και κάμποσα κιλά), το γύρισε στα κοστούμια, βάφοντας, ταυτόχρονα, στις αποχρώσεις του καφέ, τα θυσανωτά μαλλιά του.


Το φαγητό δεν τον δελέαζε τόσο. Δεν έλεγε, όμως, όχι στο πιοτό και γενικά σε οτιδήποτε ανεβαστικό… Στα ανεβαστικά κατατάσσει και τη θρησκεία, αφού είναι θρησκόληπτος. Χόμπυ του να καθαρίζει φασολάκια. «Με ξεκουράζει απίστευτα» δηλώνει, σκάζοντας ένας χαμόγελο που υπονοεί πολλά. Ίσως γιατί του θυμίζουν τα φασολάκια που πούλαγε ο γλυκύς του πατέρας, στο οικογενειακό μανάβικο στα Λεμονάδικα. Περίεργο πράγμα οι συνειρμοί της παιδικής ηλικίας. Εδώ και χρόνια, ο δυστυχής Τόλης έχει πάρει την κατιούσα· τον χωρίς επιστροφή δρόμο της παρακμής. Όπου πάει κλείνει μαγαζιά. Πείσμων, όμως, όπως είναι και υπερήφανος, πάντα δουλεύει νέα κόλπα καλλιτεχνικής έκφρασης. Έτσι πρόσφατα, σε αυτό το πνεύμα, έχει εντάξει, στην παρουσία του στις πίστες, μικρές, οξείες, άναρθρες κραυγές (σε στυλ Μαορί), συνοδευόμενες από απότομες, κοφτές κινήσεις «καράτε»! «Εκείνη, εκείνη, εκείνη, που ήρθε και μου γέμισε την άδεια τη ζωή μου…και όνειρό μου πάντα θα μείνει, εκείνη, εκείνη, εκείνη…». Η γυναίκα, λοιπόν, για τον Τόλη υπήρξε (και παραμένει) η κινητήριος δύναμη, η έμπνευσή του – το ψωμί και το νερό του (ή το «νερό της φωτιάς», που αγαπά με πάθος ο Τόλης). Ο ερωτικός μας τραγουδιστής με το κόκκινο, το χρώμα του έρωτος και του πάθους, βάφει, δεκαετίες τώρα, την καρδιά του. Με το καφέ, το χρώμα της απόγνωσης, βάφει, εδώ και χρόνια, τα μαλλιά του.

Tuesday, March 10, 2009

Dr Charlotte Bach: η περούκα που έκρυβε πολλά…



Και μετά από μια γενναία δόση ελληνικής σαχλαμάρας που πήραμε τις τελευταίες μέρες, αλλάζουμε ρεπερτόριο, περνώντας στα σοβαρά… Έτος Δαρβίνου φέτος και επιλέγουμε να συνεισφέρουμε στον σχετικό εορτασμό με ένα πορτρέτο αφιερωμένο σε ένα πρόσωπο εντελώς άγνωστο στο ευρύ κοινό, αδίκως και αναιτίως· στην Δόκτορα Charlotte Bach – την επιστήμονα που παρουσιάστηκε ως ανατροπεύς της δαρβινικής διδασκαλίας περί εξελίξεως των ειδών, προτάσσοντας μια δική της, επιστημονικά πιο ακριβή (κατά δήλωσίν της) εξελικτική θεωρία. Θα εκφράζαμε έναν κίβδηλο ισχυρισμό, εάν υποστηρίζαμε ότι το Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης αποτελεί ένα από τα πιο prestigious πανεπιστήμια στον πλανήτη. Εύλογη, λοιπόν, η επιθυμία της Dr Charlotte Bach να μετοικίσει από τη Βουδαπέστη στο Λονδίνο και από τις άξεστες, χονδροειδείς συμπεριφορές της κεντρικής Ευρώπης στον πολιτισμό και την εκλέπτυνση της Γηραιάς Αλβιώνος (είναι, τηρουμένων των αναλογιών, σαν ένας ορεσίβιος ηπειρώτης να μετοικεί στα Παρίσια…). Το ογκώδες, εύσαρκο κορμί της (πολλοί την παρομοίαζαν με μαμούθ) εγκαταστάθηκε σε ένα κομψό, μικρό διαμέρισμα στο λονδρέζικο Highgate, το οποίο απετέλεσε το φρούριο από το οποίο θα εκτόξευε σαν φλεγόμενα βέλη τα ιδιόμορφα και ρηξικέλευθα επιστημονικά της πορίσματα. Πολλοί την θεωρούσαν λεσβία. Αιτία η μπάσα φωνή, το ογκώδες ανδροπρεπές σκαρί, οι άτσαλες κινήσεις. Παρ’ όλα ταύτα, ουδέποτε της έλειψε η κομψότητα και η κοκεταρία.


Η Dr Charlotte περιδιάβαινε τους υγρούς δρόμους του Λονδίνου ως καθηγήτρια-ερευνήτρια ψυχολόγος. Ψυχολογία, άλλωστε, δήλωνε ότι εδίδασκε στη Βουδαπέστη. Είχε δεχθεί απηνή διωγμό από τους κομμουνιστές και εξεδιώχθη από την πατρίδα της το 1948. Στις συνθήκες ελευθερίας και ανεκτικότητας της βρετανικής πρωτεύουσας σχεδίαζε να βρει το κατάλληλο περιβάλλον για να ξεδιπλώσει τις ανατρεπτικές επιστημονικές θεωρίες της. Βασικό αντικείμενο των επιστημονικών της ενασχολήσεων η μελέτη των σεξουαλικών παρεκκλίσεων και ειδικότερα του λεγόμενου «transsexuality». Οι μελέτες της θεωρούσε ότι ανασκεύαζαν, τρόπον τινά, τις δαρβινικές θεωρήσεις περί εξελίξεων των ειδών. Στην εργασία της Homo Mutans, Homo Luminens, υποστήριξε ότι η σεξουαλική παρέκκλιση αποτελούσε την κινητήριο δύναμη της εξέλιξης. Οι άνθρωποι, τόνιζε, σε διαφορετικό βαθμό ο καθείς, αναπτύσσουν μια φαινομενικά παράδοξη, αλλά καθ’ όλα φυσιολογική, τάση να μετατρέπονται στο… αντίθετο φύλο. Εκεί ακριβώς συνίστατο η εξελικτική διαδικασία και όχι στα δαρβίνεια φληναφήματα, υποστήριζε. Έτσι, η Charlotte αυτοπαρουσιάσθηκε ως θεμελιωτής μιας νέας επιστήμης: της Ανθρώπινης Ηθολογίας


Οι επιστημονικές της αντιλήψεις προκάλεσαν το ενδιαφέρον μελών της βρετανικής ελίτ, εξ ού και εκλήθη για διαλέξεις στο Darwin College του πανεπιστημίου του Cambridge. Το επίπεδο, όμως, των προσκεκλημένων ακροατών απέλπιζε την θεόρατη επιστήμονα. Ούτε ένας, έλεγε, δεν μπορούσε να αντιληφθεί σε βάθος τις πολύπλοκες και ανατρεπτικές θεωρίες της. Και όχι άδικα, εδώ που τα λέμε. Καθότι η Δόκτωρ εκ Βουδαπέστης υποστήριζε, λίγο-πολύ, ότι όλοι οι άνδρες έχουν την τάση να μετατρέπονται σε γυναίκες και τούμπαλιν. Και σε προσωπικό επίπεδο – εκτός από το επιστημονικό – η Dr Charlotte υπήρξε ιδιόρρυθμη. Μοναχική ύπαρξη, επιθυμούσε τη μόνωση που θα της επέτρεπε να διεισδύσει στα ερεβώδη βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Κατανάλωνε με πάθος τον οίνο και τάραζε τα καναπεδάκια. Όποτε ήταν καλεσμένη σε soiree, αφού τσίμπαγε μερικά καναπεδάκια, αποτραβιόταν με διακριτικότητα σε μια γωνία για να τα κατασπαράξει. Έγραφε τα κείμενά της πάντα με κεφαλαία στη γραφομηχανή, κουράζοντας τους εκάστοτε αναγνώστες της, και πάντα σε χαρτί χρώματος πορτοκαλί. Παροιμιώδης η άρνησή της να επισκεφθεί ιατρούς και νοσοκομεία, επιλέγοντας την οδό της αυτο-ιάσεως. Μπορούσε, πίστευε, μονάχη της να επιλύει κάθε πρόβλημα – ακόμη και ιατρικό...


Πολλοί τη θεώρησαν, στην εποχή της, ως ανάστημα αντίστοιχο του Einstein και του Freud. Στην Αγγλία, την εποχή εκείνη, είχε δημιουργήσει ένα κάποιο ρεύμα. Το ευρύ κοινό, όμως, καθώς και οι στενοκέφαλοι «συμβατικοί» επιστήμονες, δεν μπορούσαν να εννοήσουν – πολλώ δε μάλλον να εκτιμήσουν – το βάθος της σκέψης της. Έτσι, εκείνη συνομιλούσε κυρίως με έναν μικρό σχετικά πυρήνα ευφάνταστων ενδιαφερομένων, οι οποίοι έπιναν νερό στο όνομά της. Οργάνωνε εβδομαδιαίες διαλέξεις κάθε Πέμπτη σε σπίτι φίλου της, στο Hampstead, χρεώνοντας είσοδο 50 πένες. Οι μετέχοντες διερωτώντο προς τι η ταπεινή αυτή χρέωση, δεδομένου ότι η Charlotte εθεωρείτο αριστοκρατικής καταγωγής και υπεράνω χρημάτων... Κάπως έτσι κυλούσε για χρόνια η ζωή της…


Στις 17 Ιουνίου του 1981, η πάντοτε περίεργη και εκνευριστική συνομοταξία που ονομάζεται γείτονες πρόσεξε ότι η Charlotte δεν είχε φροντίσει, για μέρες, να πάρει τις φιάλες με το γάλα που ο γαλατάς είχε εναποθέσει στο πλατύσκαλο της οικίας. Εκλήθη τάχιστα η αστυνομία. Ο νεαρός αστυφύλαξ που κατέφθασε χτυπούσε το κουδούνι με επαγγελματική ευσυνειδησία – αλλά ματαίως. Μόνο η σιωπή ερχόταν ως απάντηση στο μανιασμένο κτύπημα του κώδωνος… Ο τολμητίας αστυφύλαξ, τότε, δεν εδίστασε ούτε στιγμή να παραβιάσει ένα παραθύρι και να εισβάλει στην επιστημονική οικία, αντικρίζοντας το αποτρόπαιο θέαμα: η ογκωδέστατη επιστήμων ευρίσκετο πεσμένη επί της κλίνης. Η πόρτα άνοιξε από μέσα και το πτώμα της επιστήμονος μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για τη νεκρώσιμη ακολουθία και την ταφή στον ευμεγέθη τάφο της, μεγάλη έκπληξη ανέμενε τους υπαλλήλους του νεκροτομείου. Καθώς εγύμνωναν την μακαρίτισσα Charlotte και ενώ κατέβαζαν τη φούστα της, ένα τεράστιο «παλαμάρι» ξεπρόβαλε από το εσώρουχο της θανούσης. Η Dr Bach είχε ανδρικά (και πολύ τριχωτά) γεννητικά όργανα. Και τα στήθη, όμως, ήσαν πλαστικά, πρόσθετα… Κάτω από την φουντωτή – σε στυλ λάχανο – γυναικεία περούκα κρυβόταν το περήφανο ανδρικό σώμα ενός αριστοκράτη – του βαρόνου Carl Hajdu. Η Charlotte Bach δεν ήταν, λοιπόν, γυναίκα. Όπως απεδείχθη, όμως, αργότερα, ούτε και επιστήμων ήταν…


Ο Carl Hajdu είχε γεννηθεί στη Βουδαπέστη το 1920. Είχε αναπτύξει σταδιακά τάση προς τις γυναικείες μεταμφιέσεις. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Francis Wheen, ο Carl αγόραζε μετά μανίας γυναικεία ενδύματα και αγαπούσε ιδιαίτερα τα καλσόν. Η φενάκη δεν αφορούσε, λοιπόν, μόνο το τριχωτό της κεφαλής, αλλά και ολάκερη την ταυτότητα του/της «επιστήμονος». Η περούκα της Charlotte, λοιπόν, έκρυβε, αναμφίβολα, πολλά… Θα τολμούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι Λονδρέζοι θα έπρεπε να το είχαν καταλάβει ενωρίτερα. Θα ήταν ποτέ δυνατόν μια γυναίκα να διαθέτει τόσες γνώσεις και να διατυπώνει τόσο σύνθετες και δουλεμένες θεωρίες; Ήταν από την αρχή φανερό ότι οι συγκεκριμένες πρωτοποριακές ηθολογικές θεωρίες δεν μπορούσαν παρά να είναι προϊόν ενός ανδρικού μυαλού…

Carl και Charlotte 2 σε 1 (φωτομοντάζ ψυχολογικής ανακουφίσεως από τον ίδιο τον Carl, ενώνοντας δύο δικές του ξεχωριστές φωτογραφίες - μία ως γυναίκα και μία ως άνδρας...). (Οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο του Francis Wheen, Who Was Dr Charlotte Bach?, Short Books, 2002)