Friday, June 25, 2010

Δημητράκης ο Πολιτευόμενος: Η μικρή ιστορία ενός κατά φαντασίαν Μεγάλου


 
Αρκαδία και σάμαλι
 Η Αρκαδία δεν θα είχε, διαχρονικά, την φήμη που την ακολουθεί (et in Arcadia ego κλπ.…) εάν, εκτός από την ειδυλλιακή ομορφιά, δεν γεννούσε και κάμποσους μεγάλους. Ο Δημήτρης Λάμπρου Αβραμόπουλος είναι, αναμφίβολα, ένας από δαύτους (άλλοι μεγάλοι αρκάδες, ενδεικτικά, ο Πέτρος Τατούλης, ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος, ο Γρηγόρης Μιχαλόπουλος και πάει λέγοντας…). Ο Δημήτρης είναι κατά το ήμισυ βέβαια Αρκάς, αφού το άλλο του πόδι, απ' την πλευρά του πατέρα του, πατάει στην ένδοξη Ηλεία, και πιο συγκεκριμένα στη Ζαχάρω (άλλος πλούτος εκεί…). Παιδί φτωχής οικογένειας ο Δημήτρης. Η οικογένεια του χωροφύλακα πατέρα δύσκολα τα έφερνε βόλτα. Δεν έμενε άλλη επιλογή από την αναζήτηση καλύτερης τύχης στην πρωτεύουσα. Θαμπώθηκε ο μικρός Δημήτρης από τα φώτα και τη λάμψη «της πόλεως των Αθηνών» (όπως θα αναφερόταν στην πρωτεύουσα, πολλά χρόνια αργότερα). Αποφάσισε να την κατακτήσει. Ταπεινής προέλευσης, όμως, και ο στόχος φαινομενικά δύσκολος. Στο σχολείο της Πλάκας (όχι αναγκαστικά και της πλάκας – παρά την παρουσία του Δημήτρη…), στο οποίο μαθήτευσε, ο νεαρός Αρκάς έδωσε τα διαπιστευτήριά του: μεθοδικός αλλά φοβικός, μέτριας ευφυΐας αλλά οργανωτικός, συμπλεγματικός αλλά φιλόδοξος. Οι συμμαθητές της εποχής, πάντως, δεν έχουν έντονες αναμνήσεις από τον μικρό Δημήτρη. Δεν είχε διακριθεί πουθενά – ούτε στα μαθήματα, ούτε στο παιχνίδι (για τα κορίτσια, άσε καλύτερα…). Περισσότερο – θυμούνται και αποκαλύπτουν κάποιοι συμμαθητές του, όσοι τέλος πάντων τον θυμούνται έστω και αμυδρά – την προσοχή του κέρδιζε το περιεχόμενο του κυλικείου και περί αυτού συζητούσε (αν ήταν φρέσκο το ατομικό τσουρεκάκι και το σάμαλι, αν ήταν ακριβές ή τραγανές οι τυρόπιτες κλπ.). «Βαρετό παιδί από τότε ο Δημήτρης, που να πάρει... Πώς ήταν έτσι αυτό το παιδί… Καθαρός, καλοχτενισμένος, αλλά εξαιρετικά άνευρος, κοινότοπος και ανιαρός. Από τότε έδειχνε αυτά τα χαρακτηριστικά που τον χαρακτηρίζουν ίσαμε σήμερα…», θα θυμηθεί (όχι με ιδιαίτερη νοσταλγία) παλαιός συμμαθητής του. «Ο κλασσικός, τυπικός σπασίκλας του σχολείου ήτανε, χωρίς ιδιαίτερες επιδόσεις, αλλά με έντονη επιθυμία να τα έχει με όλους καλά και διψασμένος για κοινωνική αποδοχή και διάκριση. Ήθελε, μάλιστα, πολύ να αρέσει και στους δασκάλους του, να του λένε ένα "μπράβο Αβραμόπουλε", να του χαϊδεύουν, στοργικά πολύ, το κεφάλι», προσθέτει με ειλικρίνεια ο συνομιλητής μας. Comme il faut, συμβατικός, υποτακτικός, «θεσμικός» (το «καλό παιδί» του σχολείου) – έδειχνε από νωρίς που θα καταλήξει/καταντήσει…  

 
Η φιλοδοξία φουντώνει
Στη Νομική μπήκε ο Δημήτρης, μετά την, χωρίς αναλαμπές, περάτωση των δευτεροβάθμιων σπουδών. Και ετοιμαζόταν για μεγάλα πράγματα. Λάμψη και καταξίωση ήθελε. Να τον βλέπουν οι άλλοι και να τον σέβονται, να τον υπολογίζουν – «να του βγάζουν του καπέλο», όπως έλεγαν και στο χωριό του, το Ελληνικό Αρκαδίας. Τότε ήταν που άρχισε να ασχολείται λίγο και με τη μόδα ο Δημήτρης. Ένιωσε το ενδιαφέρον του για την εξωτερική του εμφάνιση να φουντώνει. Άφησε μακριά τα μαλλιά του, ενώ εθέλγετο κάθε που τα έβλεπε να ανεμίζουν, όταν του τα χάιδευε γλυκά ο αέρας από το ανοικτό παράθυρο του τρόλεϊ που χρησιμοποιούσε ο νεαρός φοιτητής για τις μετακινήσεις του. Έδωσε βάση και στην ενδυμασία του. Αγαπούσε τα παντελόνια καμπάνες, τα πουκάμισα με μεγάλους μυτερούς (ή και στρογγυλούς) γιακάδες και ανοιχτά στο στέρνο, τα στενά εφαρμοστά πουλόβερ και τα μυτερά σκαρπίνια με ενισχυμένα τακούνια (σαν αυτά που φόραγε κρυφά ο υιός Καλογερόπουλος και που πέταγε από το παράθυρο ο πατέρας Διαμαντόπουλος στο «Μάθε Παιδί μου Γράμματα»), ενώ δεν έλεγε όχι και στα πέδιλα κατά τη διάρκεια του θέρους – ένας κομψός, με λίγα λόγια, νέος της εποχής... Αχώριστες του είχαν γίνει οι κασέτες που συνέλεγε, με επιλεγμένα λαϊκά τραγούδια, τα οποία και συνήθιζε να σιγοτραγουδά με τις παρέες στις κοντινές εκδρομούλες και στα αυτοσχέδια πάρτυ που σκάρωνε, παίζοντάς τες στο φορητό μαύρο κασετόφωνο που είχε αγοράσει με τις οικονομίες του ο μερακλής Δημήτρης. Τα έντονα συμπλέγματα μειονεξίας, όμως, συνέχιζαν να ταλανίζουν την γεμάτη φιλοδοξίες καρδιά του διψασμένου Αρκά. Με αυτές τις σκέψεις, με αυτόν τον πόθο, έδωσε, μετά από χλιαρές και χωρίς κανένα ιδιαίτερο στίγμα πανεπιστημιακές σπουδές, στο διπλωματικό σώμα. Και τα κατάφερε! Έτριψε παντελόνια πολλά στο διάβασμα (πίνοντας, παράλληλα με το διάβασμα, και τις αγαπημένες του πορτοκαλάδες για να καρδαμώνει, ενώ του κρατούσαν πάντοτε καλή παρέα οι λατρεμένες του κασέτες που τις έπαιζε, μέρα-νύχτα, στο αγαπημένο του κασετόφωνο), αλλά το καύσιμο που τον ενεργοποιούσε ήταν ο πόθος του να γίνει επιτέλους «κάποιος». «Δεν ήθελε να είναι “ο γιος του μπασκίνα», εκμυστηρεύεται φίλος του από εκείνα τα χρόνια. «Ήθελε λάμψη, καταξίωση, αναγνώριση. Γυάλιζε το μάτι του για σεβασμό...», προσθέτει. Και ποιος δρόμος θα ήταν ο πιο κατάλληλος, με βάση την ψυχοσύνθεση του Δημήτρη; Μα φυσικά η διπλωματία, το σώμα των «μπάτλερ πολυτελείας». Μπαίνοντας στο διπλωματικό σώμα, ήταν η πρώτη φορά που ο νεαρός επαρχιώτης άρχιζε να αποκτά κάποια αυτοπεποίθηση. Μουλωχτός λόγω ανασφάλειας και μειονεξίας μέχρι τότε, άρχιζε λάου-λάου να ξεμυτίζει από τη φωλιά του… Μεθοδικός και εργατικός αλλά και τερατώδης κόλακας και «προσκολληματίας», όπως παραδέχονται πολλοί συνάδελφοί του, τα κατάφερε άριστα στην τέχνη της αναρρίχησης. Ήταν αποφασισμένος «να πετύχει» με κάθε τρόπο. Επί της ουσίας, πάνω στο αμόνι της δουλειάς, ο Δημήτρης δεν έδειξε πολλά πράγματα· στα της προσκολλήσεως, όμως, διαπρέψας. Το ανελέητο γλείψιμο (πώς, αλήθεια, μπόρεσε και παρήγαγε ακατάπαυστα τέτοιες ποσότητες σιέλου;) τον έφερε στους προθαλάμους της εξουσίας, μετά από μια μέτρια, και χωρίς κανένα ιδιαίτερο στίγμα, θητεία στη Λιέγη και τη Γενεύη. Ο Μητσοτάκης τον πήρε υπό την προστασία του. Και έτσι προσέφερε υπηρεσίες στην Αγία Οικογένεια – πολυποίκιλες υπηρεσίες, τόσο στον αρχηγό του όσο και στην κόρη του… Μέχρι διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του Πρωθυπουργού έφθασε ο Δημήτρης, ενώ λέγεται ότι, όταν του ανακοινώθηκε η θέση, επί δυόμιση ημέρες έμεινε ξάγρυπνος λόγω υπερέντασης (άλλοι ισχυρίζονται ότι τον έπιασε πυρετός 38 μισό…). Άλλο εάν μετά λειτούργησε με αχαριστία και απονιά προς τους ευεργέτες του. «Εμείς το κάναμε άνθρωπο αυτό το ασήμαντο χωριατόπαιδο και να το ευχαριστώ…», λέει, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, ακόμη και σήμερα, η κυρία Μαρίκα, στολίζοντας και με πρωτότυπα κοσμητικά επίθετα τον Δημήτρη, τον οποίον, όμως, παλαιότερα, προόριζε ακόμη και για… γαμπρό της! Οσφυοκαμψία ναι, και μάλιστα μπόλικη, αλλά ο εγωισμός του νεαρού επαρχιώτη δεν του επέτρεπε να γίνει σώγαμπρος και με τη βούλα. Αφού, λοιπόν, πέρασε κάμποσο καιρό δίπλα στην Οικογένεια, ο Δημήτρης πονηρεύθηκε. Κι άξαφνα είπε: «Γιατί αυτοί και όχι εγώ; Μπορώ κι εγώ να γίνω πρώτο βιολί, να πάψω να είμαι βαστάζος. Όχι άλλο κομπάρσος!». Κάπου εδώ αρχίζει το κυρίως μέρος της ξεκαρδιστικής παράστασης…  


Αποκατάσταση και μπανανόφλουδες
Ο Δημήτρης το ήξερε από νωρίς. Εάν ήθελε να έχει καλές προοπτικές στον στίβο της πολιτικής, έπρεπε να νοικοκυρευτεί. Αποφάσισε να βρει νύφη. Και φυσικά όχι μια απλή κοπέλα, της δικής του καταγωγής, αλλά κάποια που θα μπορούσε να τον βοηθήσει ουσιαστικά. Διπλός ο στόχος του: η μέλλουσα νύφη έπρεπε να μπορεί να του χαρίζει ηρεμία στο σπίτι, αλλά και ένα κάποιο λούστρο για τις επαγγελματικές δραστηριότητες. Κατέληξε, λοιπόν, στην (κατά πολύ νεότερή του) Βίβιαν (Σπανούδη). «Τον Δημήτρη δεν τον ενδιέφεραν ποτέ οι γυναίκες» θα μας εκμυστηρευθεί κάποιος που τον γνωρίζει καλά. «Υπέθετα ότι θα ήταν εγκρατής. Τι άλλο να πω… Ίσως και το μυαλό του να την επικεντρωμένο στην επαγγελματική και κοινωνική του ανέλιξη. Του είχε γίνει εμμονή αυτό του Δημήτρη...», θα προσθέσει. Δεν είναι, ίσως, ευρέως γνωστό ότι ο Δημήτρης επέλεξε την Βίβιαν ορθολογικά, αλλά ελάθεψε (και εδώ). Πώς έγινε αυτό; Μα ενόμιζε ότι η μέλλουσα σύζυγός του ήταν εύπορη. Την είχε σταμπάρει, είχε ρωτήσει κρυφά για το ποιόν της και είχε πληροφορηθεί ότι η νεαρή Βίβιαν έμενε στα Β. Προάστια, ήταν απόφοιτη του Μωραϊτη – είχε, με μια κουβέντα, όλα αυτά που έψαχνε ο ανασφαλής και φιλόδοξος Δημήτρης για να τα προσθέσει στο κάδρο της ζωής του. Του είχαν λείψει στη ζωή τα χρήματα και – πως να το κάνουμε – μια γερή προίκα δεν θα έπεφτε άσχημα στον φτωχοδιάβολο που σχεδίαζε πολιτική καριέρα. Χρειαζόταν και τον γάμο, γιατί ήξερε ότι πολιτική καριέρα, όντας ανύπαντρος, ήταν δύσκολο πράμα – πώς να αντιμετωπίσεις τις συνήθεις κακοήθειες του κόσμου;.. Σκέφτηκε ότι η Βίβιαν, συν τοις άλλοις, θα του παρείχε και την οικονομική άνεση, την απελευθέρωση από την μέγγενη των οικονομικών πιέσεων και βιοτικών αναγκών που του έσφιγγαν τον λαιμό σαν τανάλια. Χρησιμοθήρας σε όλα ο Δημήτρης. Και στον γάμο. Την πάτησε, όμως, καθώς η Βίβιαν αποδείχθηκε τελικά… άνευ ρευστού. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που την πάτησε, σε μια βασική του επιλογή, ο Δημήτρης. Δεν επρόκειτο, όμως, να είναι και η τελευταία, καθώς, έκτοτε, θα πατήσει πολλές μπανανόφλουδες και θα βρεθεί, φαρδύς-πλατύς στο πάτωμα (μεταφορικά και κυριολεκτικά).

   
«Ο Δημήτρης Δήμαρχος»
Τα ταλαιπωρημένα (από το διάβασμα) οπίσθια του Δημήτρη κατάφεραν να ζεστάνουν την δημαρχιακή καρέκλα, κυρίως χάρη στη μπουνταλοσύνη του ανθυποψηφίου του, Θ. Πάγκαλου. Η κατ’ εξακολούθηση χρήση της φράσης «ο κύριος Τίποτα», που εξετοξεύετο μέρα-νύχτα στα μούτρα του Δημήτρη, λειτούργησε αυτεπιστροφικώς, σκάζοντας με θόρυβο στο πρόσωπο του παχύσαρκου οινοκαλλιεργητού-πολιτικού. Έτσι αρχίζει μια γερή καριέρα για τον Δημήτρη – μια καριέρα που θα κρατήσει κάμποσα χρόνια, προτού φτάσει στη σημερινή παρακμή της. Στον Δήμο της Αθήνας, ο Δημήτρης θα μείνει στις μνήμες των πολιτών για τα άθλια οικονομικά του δήμου και τη βρώμα της πόλης, για τα κάγκελα («κ. Καγκελόπουλο» τον αποκαλούσαν οι δημότες…), για τους πράσινους φανοστάτες-απομίμηση των παλαιών, για τα σιντριβάνια (με τις μαρμάρινε μπάλες), για το πιο μεγάλο (και πιο κακόγουστο) χριστουγεννιάτικο δένδρο της Ευρώπης, καθώς και για τις εντυπωσιακές λιβρέες με τις οποίες αποφάσισε να ντύσει το προσωπικό του δήμου για να είναι αισθητικά συμβατό με το μεγαλείο του δημάρχου (καημένε Δημήτρη…). Κάποιος, μάλιστα, δημότης (ο κύριος Θανάσης Κ.), σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, προσέφυγε δικαστικώς εναντίον του Δήμου και του Δημήτρη, γιατί ο συνεχής ήχος του ρέοντος ύδατος από ένα σιντριβάνι που είχε τοποθετήσει ο δήμαρχος σε πλατεία κάτω ακριβώς από το μπαλκόνι του, τού προκαλούσε ασυγκράτητη ούρηση… Φίλος του Δημήτρη από τα παλιά, αποδίδει την εμμονή του δημάρχου με τα σιντριβάνια, στο γεγονός ότι στο σπίτι του, για πολλά χρόνια, στερήθηκε τον μπιντέ (κάποιοι ισχυρίζονται και το ντους)… Δύσκολο, βέβαια, να γίνει πιστευτή μια τέτοια ερμηνεία… Για γέλια και για κλάματα η δημαρχιακή του θητεία, που φόρτωσε στις πλάτες των πολιτών και δυσβάσταχτα χρέη τα οποία ακόμη αποπληρώνουμε, αφού ο Δημήτρης θέλησε να μεγαλουργήσει με ξένα κόλλυβα. Αμίμητες οι παραστάσεις του κάθε μέρα, κυρίως, όμως κατά την επίσκεψη διαφόρων αξιωματούχων και ανθυποαξιωματούχων από τα εξωτερικά. Εκεί ο Δημήτρης τα έδινα όλα, παίζοντας με αξιοθαύμαστο ζήλο τον ρόλο που από μικρό παιδί ελιμπίζετο.


Την εποχή, μάλιστα, που ο Σάμαρανκ, το Σεπτέμβριο του ’97 στη Λωζάνη, θα ανεκοίνωνε το περίφημο «Athens», θα θαυμάζαμε, από τηλεοράσεως, τον ανυπέρβλητο Δημήτρη, με το λευκό-κρεμ σακάκι του, να χοροπηδάει σαν ουραγκοτάγκος από χαρά, έχοντας δίπλα του την αντίστοιχης πορείας και ψυχοδομής κυρία Γιάννα (χωριατοπούλα και φιλόδοξη κι αυτή), καθώς και τον δουλοπρεπή μυστακοφόρο υφυπουργό αθλητισμού κ. Φούρα (νυν δήμαρχο Πατρέων, άνευ μύστακος πλέον, αλλά πάντα με την ίδια διαχρονική ξινίλα στο ύφος, που μερικοί απέδιδαν – εκ των πραγμάτων λανθασμένα – στο μουστάκι που τον «τσίμπαγε»… Λάθος, αφού το ίδιο ξινό ύφος έχει και τώρα, ξυρισμένος… Μάλιστα, ο Φούρας, που καθόταν ακριβώς πίσω από τον Δημήτρη, έχει εκμυστηρευθεί ότι, αμέσως μετά την ανακοίνωση, με το που τινάχτηκε ο Δημήτρης να πανηγυρίσει, κάτι μύρισε…).


Τραγούδια, διευθύνσεις ορχήστρας, γυροβολιές κλπ. κλπ. – τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από εκείνη τη θρυλική (και 100% ελληνική…) περίοδο του Δημήτρη. «Ο Δημήτρης Δήμαρχος» υπήρξε μια παράσταση που, αν μη τι άλλο, άξιζε τα λεφτά της – τα λεφτά μας…  

 
«Ο Δημήτρης Αρχηγός»
Το τεράστιο Εγώ του Δημήτρη δεν του επέτρεπε τίποτε λιγότερο από την αρχηγία. Δεν ήταν – το ήξερε καλά – φτιαγμένος από εκείνο το υλικό που είναι φτιαγμένοι «hoi polloi», όσοι δηλαδή προορίζονται για να ακολουθούν. Εκείνος προοριζόταν για να ηγείται! Το ΚΕΠ (που ιδρύεται στις 13 Μαρτίου του 2001), με σήμα τις δύο τεμνόμενες χρυσές βέρες, ήταν η αναπόφευκτη εξέλιξη, στη λογική της εξαργύρωσης μιας πανθομολογούμενης δημοφιλίας (το κοινό κυρίες και κύριοι, το κοινό…).. Πάντοτε η ελαφρότητα οδηγεί σε απονενοημένες ενέργειες και ο ελαφρύς Δημήτρης δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Όσοι ήσαν κοντά στον Δημήτρη στο τολμηρό αρχηγικό του βήμα, έχουν να λένε ότι τα γραφεία του νεότευκτου κομματιδίου γέμισαν από γραφικότατους συμπατριώτες μας: απόκληρους της πολιτικής, δυσαρεστημένους κάθε είδους, υποψήφιους Δελαπατρίδηδες, Νίκους «έλλειψα ποτέ από κοντά σου» Αναγνωστόπουλους, wannabe μικρούς Αβραμόπουλους και τα ρέστα. Λέγεται ότι μόλις ο Δημήτρης ο Πρόεδρος είδε τι φυράματος ήσαν οι πρώτοι πιστοί, τράβαγε τα (φρεσκοβαμμένα) μαλλιά του. Τον Ιούνιο του 2002, ενάμιση μόλις χρόνο μετά και χωρίς να δοκιμαστεί στην κάλπη, το κόμμα κατέβασε ρολά και ο αποτυχημένος Δημήτρης ξαναγύρισε, μετ’ ου πολύ, στην πολιτική υπαλληλία...



 
«Ο Δημήτρης Υπουργός»
Αφού φίλησε κατουρημένες ποδιές για να επιστρέψει στη ΝΔ, ο Δημήτρης, με τη νίκη του κόμματός του, τοποθετήθηκε από τον αρχηγό του στο Υπουργείο Τουρισμού. Εκεί, ομολογουμένως, κάτι έκανε – και αυτό γιατί πρόκειται για ένα υπουργείο της πλάκας και της δουλοπρέπειας, της θεσμοποιημένης γκαρσονοποίησης της χώρας, τόσο συμβατό με την ψυχοδομή του Δημήτρη. Χαιρόταν σαν μικρό παιδί τότε, θυμούνται συνεργάτες του... Ταξίδια, επαφές, συναντήσεις, χειραψίες, ομιλίες άνευ περιεχομένου σε λαμπερές εκδηλώσεις, κοκτέιλς – τι άλλο ήθελε από τη ζωή ο ελαφρολαϊκός πολιτευόμενος;.. Στο Υπουργείο Υγείας, όμως; Εκεί (που τον έστειλε εξορία, σε ένα κρεσέντο διεστραμμένου χιούμορ και εκδικητικότητας, ο πρωθυπουργός του, που πάντα γέλαγε με την περίπτωσή του), τα έκανε μούσκεμα ο Δημήτρης. Γιατί εκεί θέλει γερό πολιτικό μανατζάρισμα και ο Δημήτρης δεν ήταν για τέτοια… Ακούστηκαν πολλά «στους ανά την επικράτεια καφενέδες» για κατασπατάληση πόρων, διασπάθιση δημοσίου χρήματος και άλλα παρόμοια. Εάν δεν γνωρίζαμε την πάστα του ανδρός (την φτιαγμένη από στέρεα, αγνά υλικά), θα κινδυνεύαμε να τα πιστέψουμε. Αλλά εμείς, που γνωρίζουμε καλά τον άνδρα, αρνούμαστε να πιστέψουμε σε παρόμοιες κακοήθειες. Πέραν της πανθομολογούμενης ακεραιότητάς Του και για έναν επιπλέον λόγο: γιατί ο Δημήτρης δεν ενδιαφέρεται για το χρήμα. Καθόλου – ειδικά για το δημόσιο, το οποίο σέβεται μέχρι δεκάρας. Το σωστό να λέγεται. Ίσως, μάλιστα, και επειδή οι φήμες έφτασαν, ως φαίνεται, στα αυτά και του ιδίου του Δημήτρη, κατά την τελετή παράδοσης-παραλαβής στο Υπουργείο Υγείας, εφρόντισε, αποστομωτικά, να δώσει την δική του απάντηση: «Δεν κλέψαμε!» δήλωσε επισήμως – και πήγε η καρδιά όλων στη θέση της. Αναστέναξαν οι διάφοροι προμηθευτές ιατρικού και φαρμακευτικού υλικού επί υπουργίας Δημήτρη. Βόγκηξαν από την αυστηρότητα του ανδρός. Κανένας τους δεν μπορούσε να δει, ούτε καν στα πεταχτά, τον άτεγκτο υπουργό – πόσο μάλλον να κάνει μαζί του την οιανδήποτε συναλλαγή. Με το ίδιος σθένος είχε αντισταθεί και στις πιέσεις των διαφημιστών – τόσο στο Υπουργείο Υγείας όσο και στο Τουρισμού. Αφού ο αρμόδιος συνεργάτης του, Αλέξης Ζορμπάς, είχε να το λέει: «Πώς ανθίσταται έτσι ο Υπουργός στις πιέσεις! Βράχος κανονικός!.. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχει τέτοιο σθένος…». Ο τίμιος δρόμος είναι πάντοτε ένας δρόμος μοναχικός, Δημήτρη, όπου κανείς δεν σε καταλαβαίνει – ούτε καν οι στενοί σου συνεργάτες… "Και τότε πώς έκανε λεφτά;" , αναρωτιούνται πολλοί. Μάλλον ξεχνούν την νοικοκυροσύνη (αγαπημένη λέξη του Δημήτρη) και την αποταμίευση... Υπάρχουν και τέτοιοι τρόποι, παιδιά, αν κάποιος είναι οικονομολόγος (όπως έλεγαν τον οικονόμο, παλαιά)... Επί Αβραμόπουλου, πάντως, τα χρέη των νοσοκομείων εκτοξεύθηκαν στα ύψη. Αντιθέτως, η ποιότητα των ιατρικών υπηρεσιών έπιασε πάτο. Η ηθική, όμως, ηθική! Ποιος ξέρει… Μερικές φορές η ανιδιοτέλεια, η ικανότητα και η ηθική ακεραιότητα φαίνεται πως δεν αποτελούν, ντε και καλά, εγγύηση και για μια επιτυχή διοίκηση…  


Θα (ξανα)γίνω Αρχηγός!
Αργότερα, ο Δημήτρης πίστεψε ότι ήρθε η ώρα του για τα πραγματικά Μεγάλα… Έκρινε ότι είχε έλθει η ώρα για να διεκδικήσει ξανά μια αρχηγία – της ΝΔ αυτή τη φορά. «Τώρα Υπουργός. Και μετά Πρωθυπουργός!» έλεγε στους φίλους του. Στόχος ζωής η αρχηγία. Έλεγε σε όλους ότι την είχε στο τσεπάκι. Εκφραζόταν υποτιμητικά για τον Καραμανλή. «Δεν με ακούει. Κάνει του κεφαλιού του. Δεν κάνει για πρωθυπουργός ο άνθρωπος…», έλεγε και ξανάλεγε ο υπουργός Δημήτρης. Την Ντόρα την υπολόγιζε, αλλά πίστευε ότι, ως νεοφιλελεύθερη, «δεν μπορεί να κερδίσει ένα καραμανλικό κατά βάση κόμμα». «Έχω την στήριξη του Καραμανλή» έλεγε, βεβαιώνοντας ότι του έχει εγγυηθεί σχετικά ο Ρουσόπουλος. «Σε κοροϊδεύει ο Θοδωρής», του έλεγαν οι συνομιλητές του. «Αφήστε, δεν ξέρετε», ανταπαντούσε εκείνος με το γνωστό υπεράνω ύφος Του. Τον «Αντωνάκη» αρχικά δεν τον υπολόγιζε. Ματαίως ο εξ απορρήτων του (και ταμίας του), κ. Αριστείδης Καλογερόπουλος, με τη γραφική φράντζα (ένας μικρός Αβραμόπουλος σε όλα· απλώς κάπως λιγότερο έξυπνος – λιγότερο έξυπνος ακόμα και από τον Δημήτρη…) τον προειδοποιούσε.


«Δεν κινδυνεύω από τον Αντώνη, πάρτε το χαμπάρι» απαντούσε στερεότυπα ο Δημήτρης, κάτι που δείχνει το μέγεθος και την κρίση του ανδρός… Όταν πλησίαζε η ώρα της εκλογής, η μεγάλη ώρα της τελειωτικής καταξίωσης, ο Δημήτρης την ξαναπάτησε... Τρίτος και καταϊδρωμένος ερχόταν στις μετρήσεις ο τσαλακωμένος ελληνοδανδής. Η ψυχοδομή του, όμως, δεν άντεχε, ούτε ετούτη τη φορά, την ήττα. Έτσι, άρχισε τις διαπραγματεύσεις. Η πρώτη επαφή ήταν με τη Ντόρα. Δεν τα βρήκαν. Γνωρίζουμε τι εζήτησε (και δεν έλαβε) από την τροφαντή πολιτικό. Εκείνο, όμως, που τον ενόχλησε, όπως εκμυστηρεύθηκε σε συνομιλητές του αργότερα, ήταν η υπεροψία της. «Η Ντόρα με αντιμετώπισε υπεροπτικά, σαν σκουπίδι. Με τσαλάκωσε. Πέρασαν όμως οριστικά οι εποχές που με είχε ως υποτακτικό της για κάθε χρήση» δήλωνε ο (τριτοθεσίτης) πικραμένος υποψήφιος... Και ετοιμαζόταν να πάρει την εκδίκησή του. Η δεύτερη επαφή ήταν με τον Αντώνη. Εκείνος φέρεται να του έδωσε ό,τι του είχε αρνηθεί η Ντόρα. Σίγουρα, πάντως, του υποσχέθηκε την αντιπροεδρία. «Νούμερο δύο θα είμαι εγώ. Τα συμφωνήσαμε με τον Αντώνη» διαβεβαίωνε τους, σκασμένους από την προχειρότητα και αφέλεια του Δημήτρη, αυλικούς του. Η στήριξη του Δημήτρη έγειρε, πράγματι, την πλάστιγγα. Και έτσι, μετά την Αντωνάκειο εκλογή, ο αυτάρεσκος Δημήτρης, φούσκωσε ακόμη περισσότερο, περιμένοντας τη στιγμή της θεσμικής δικαίωσης. Εις μάτην… Ο Αντώνης, αφού έκανε τη δουλειά του, άρχισε να σφυρίζει κλέφτικα, κοιτάζοντας πώς να ξεφορτωθεί τον εκνευριστικό μπλεϊζεράκια. «Τι θα κάνουμε με τον Δημητράκη ρε παιδιά», έλεγε αμέσως μετά την εκλογή του, «μας έχει γίνει στενός κορσές». «Δεν μπορώ να διοικήσω με τον Δημήτρη δίπλα μου, Θα γελάει ο κόσμος. Θα με πάρουν στο ψιλό...», επαναλάμβανε. Ο Δημήτρης, όμως, αφού έχασε τις προεδρίες, ονειρευόταν αντιπροεδρίες (μάζευε κι ας ειν' και ρόγες...). Και χολώθηκε από την περιθωριοποίηση και την απόρριψη. Ειδικά όταν έβλεπε ως άτυπο Νο 2 έναν… Πάνο Παναγιωτόπουλο (καημένη Νέα Δημοκρατία…).

 
Ο άνθρωπος Δημήτρης
Όσοι έχουν συναναστραφεί τον Δημήτρη μπορούν να το βεβαιώσουν: στις προσωπικές του επαφές είναι ένα ζεστός άνθρωπος. Πάρα ταύτα, όμως, τα στοιχεία γραφικότητας υπερτερούν και, εν τέλει, σφραγίζουν την ταυτότητα του υπερκινητικού πολιτευόμενου. «Ο Δημήτρης είναι τελείως αγράμματος», θα μας εκμυστηρευθεί παλαιός του γνώριμος. «Όχι αγράμματος με την έννοια ότι δεν ξέρει ανάγνωση και γραφή, αλλά τελείως ακαλλιέργητος. Δεν έχει διαβάσει ποτέ του κανένα σοβαρό βιβλίο, ενώ από μουσική ακούει ό,τι ακούει και το 95% των ελλήνων. Παλιά λαϊκά κυρίως – αγαπημένο του τραγούδι είναι το "Η δουλειά κάνει του άντρες" (που το έχει και σαν προσωπικό του ύμνο), για να καταλάβεις… Από ζωγραφική ξέρει μόνο τον Φασιανό. Από κινηματογράφο ξέρει μόνο από τις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες (Βιουγουκλάκη, Χατζηχρήστο, Γκιωνάκη κλπ.), ενώ από κλασσική μουσική δεν ξέρει που παν’ τα τέσσερα… Μόνο τις Τέσσερις Εποχές του Vivaldi ξέρει και το Boléro του Ravel. Άσε, πρόκειται για ένα δράμα… Εκείνο, πάντως, που του αρέσει είναι να σιγοτραγουδά σε παρέες και ταβερνεία παλιά ελληνικά τραγούδια. Εκεί πραγματικά το απολαμβάνει. Κλείνει τα μάτια στα ρεφραίν, ενώ συχνά συνοδεύει το τραγούδι κουνώντας και τα χέρια του στον ρυθμό, σαν διευθυντής ορχήστρας…», θα προσθέσει συγκαταβατικά. Βαθιά μικροαστός και επιθετικά επιδειξιμανής ο Δημήτρης, στα εξωτερικά χαρακτηριστικά του βγάζει όλο το βαθύτερο αίσθημα κοινωνικής μειονεξίας που τον διακρίνει. Είναι ένας sans-cullotes ("ξεβράκωτος") με σχέση θαυμασμού-μίσους απέναντι στα τζάκια και το παλαιό χρήμα (με όποιο νόημα μπορούν να έχουν τέτοιοι όροι στην ένδοξη Ελλάδα, αφού, στην ουσία δεν υπάρχουν…). Από τη μια μισεί κι από την άλλη ζηλεύει. Προσπαθεί, λοιπόν, να μιμηθεί τις συνήθειες μια τάξης που θεωρεί ανώτερη (και που στην Ελλάδα δεν υπάρχει), ενώ στην πραγματικότητα μιμείται τους νεόπλουτους, με τα γνωστά ξεκαρδιστικά αποτελέσματα. Αν δει κανείς τις κινήσεις μεγαλείου (κράτημα του πηγουνιού με τα δάχτυλα σε σχήμα Γ, τοποθέτηση των χειρών σε στάση "καμπαναριό", ύφος περισπούδαστο, επιτηδευμένες κινήσεις, πόζες ¾ με το βλέμμα να ατενίζει στο μέλλον κλπ. κλπ.), καταλαβαίνει...



Ο τρόπος που ντύνεται είναι χαρακτηριστικός. Τα blazer, τα τυπικά και βαρετά λευκά πουκάμισα, οι ριγέ γραβάτες (όχι regimental ή old school ties, όπως μάλλον θα ήθελε, αλλά κοινές γραβάτες εμπορίου), τα γνωστά, ανυπόφορα Sebago (που τα φορά, λανθασμένα, με κοστούμι, αντί για υποδήματα δετά), όλα δείχνουν έναν μεγάλο και φιλόδοξο κομφορμιστή, που μιμείται, ανεπιτυχώς, το στυλ μια ανώτερης τάξης που ούτε την γνωρίζει ούτε και πρόκειται, καταπώς φαίνεται, να τη μάθει – έναν τζιτζιφιόγκο. Πρόκειται για έναν συμπαθητικά θλιβερό μίμο ενός υποτίθεται ανώτερου στυλ, χωρίς όμως αυθεντικότητα. Και η σύζυγός του το ίδιο κακοντυμένα καλοντυμένη είναι – σαν τον Δημήτρη. Μάλλον, όμως, πιο ισορροπημένη από τον ίδιο. Μάλιστα, μπορεί να έχει δηλώσει «Θέλω να δω τον Δημήτρη πρωθυπουργό», αλλά, σύμφωνα με πληροφορίες, δείχνει να έχει βαρεθεί τον Δημήτρη, τις φιλοδοξίες του και τις συνεχείς αποτυχημένες προσπάθειές του να κατακτήσει την κορυφή.


Ο Δημήτρης ντρέπεται για την καταγωγή του. Είναι, όμως, αρκετά υπερήφανος για να μην το δείχνει. Κάνει, λοιπόν, την εξής (κουτο)πονηρία: βγαίνει επιθετικά στο θέμα της καταγωγής του, σκοπίμως, για να δείξει ότι δεν νιώθει μειονεκτικά. Επιθυμεί να δείχνει δημοσίως ότι όχι μόνο δεν την νιώθει σαν βάρος (που είναι η αλήθεια), αλλά ότι αισθάνεται και υπερήφανος γι' αυτήν. Τι να περιμένεις, όμως, από έναν άνθρωπο που ντρέπεται για την καταγωγή του; Η υπερβολική σιγουριά και η εικόνα υπερεπάρκειας που θέλει να βγάζει προς τα έξω ο Δημήτρης μόνο ως δείγματα βαθύτατης μειονεξίας μπορούν να θεωρηθούν. H παθολογική αναζήτηση μεγαλείου φαίνεται και από τα ονόματα που έχει επιλέξει για τα παιδιά του: Φίλιππος και Ιάσων. Χρειάζεται να πούμε τίποτε περισσότερο; Το σπίτι του είναι επίσης καθρέφτης της ψυχοδομής του (αλλά, βεβαίως, και του γούστου του). Πομπώδη έπιπλα, κλασσικά και νεοκλασσικά, που βγάζουν μάτι, βαρετά κάδρα, πολλές βιτρίνες στις οποίες επιδεικτικά τοποθετεί τις συλλογές του. Μανία του η συλλογή συμβόλων μικροαστισμού: ρολόγια και πένες – συν τις φωτογραφικές μηχανές που νομίζει ότι του προσδίδουν έναν ανέμελο αέρα καλλιτεχνικότητος. Και στο γραφείο του τα ίδια "μεγαλεία". «Βαριά» έπιπλα τύπου Chesterfield παντού, βαρυφορτωμένη διακόσμηση και τίγκα στις βιτρίνες όπου, ναρκισσιστικά και επαρχιώτικα, έχει με επιμέλεια τοποθετήσει κάθε μετάλλιο και πλακέτα που του έχει απονεμηθεί… Του Δημήτρη του αρέσει το μπόλικο. Δεν ξέρει τι πάει να πει λιτότητα, τι σημαίνει understatement... Οι ατυχείς επισκέπτες του Δημήτρη τυγχάνουν του εξής «προνομίου»: Με το που περνάνε την είσοδο της οικίας και υφίστανται το πρώτο σοκ της βαριάς, αρχοντοχωριάτικης επίπλωσης, έχουν την τιμή να καθίζονται με το ζόρι στο ειδικό δωμάτιο, όπου ο Δημήτρης τους επιφυλάσσει, πάντοτε, μιαν έκπληξη (την ίδια πάντα έκπληξη...): τους υποχρεώνει να απολαύσουν μαζί του την πιο πρόσφατη παρουσίασή του στην τηλεόραση! Άλλοι γελούν και άλλοι κλαίνε με αυτή την «έκπληξη». Το βέβαιον είναι ότι όλοι φεύγουν με βαρύ κεφάλι... «Αφόρητος άνθρωπος ο Δημήτρης», θα εκμυστηρευθεί παλαιός συνοδοιπόρος του στην πολιτική. «Και πολύ κουτός – πραγματικά πολύ κουτός…», σπεύδει να προσθέσει παλαιός (τσιμπουκοφόρος) συνεργάτης του από τον χώρο της δημοσιογραφίας. «Όση σοβαρότητα του λείπει, τόσες φιλοδοξίες έχει», θα σχολιάσει, δηκτικά, ο ίδιος συνεργάτης με τα βαμμένα μαλλιά.


Μιας που αναφέραμε τον βαψομαλλιά πληροφοριοδότη μας, ας αναφέρουμε ότι ο κομψευόμενος Δημήτρης δεν αρνείται, από καιρού εις καιρόν, τη βοήθεια της βαφής μαλλιών για να τονώσει λίγο τη θαλερότητά του. Ο Δημήτρης, όμως, δεν είναι κανένας παρακμιακός, να βάφει τα μαλλιά του κορακί και κομοδινί, σαν αυτούς που βλέπουν τα παιδιά στους δρόμους και τους παίρνουν από πίσω πετώντας τους χαλίκια και κάνοντάς τους καζούρα. Ο Δημήτρης προτιμά ένα απαλό, διακριτικό «γκρι του πενηντάρη», αφού στόχος του δεν είναι τόσο το να παραπλανήσει σχετικά με την ηλικία του, όσο το να προσθέσει, απλώς, μια πινελιά σκουροχρωμίας στα αριστοκρατικά, σπαστά του μαλλιά. Με τον Δημήτρη, μάλιστα, και τα μαλλιά του συμβαίνει κάτι το ολωσδιόλου παράξενο: πότε τα βάφει και πότε τα αφήνει στο φυσικό τους χρώμα - εναλλάξ. Τελευταία, μάλιστα, φορά που τα έβαψε ήταν λίγο πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων. Έκτοτε τα έχει ξανα-αφήσει να λευκάνουν. Για να δούμε τώρα, με το συνέδριο – θα τα περάσει ένα χεράκι;


«Ο καημένος ο Δημήτρης δεν είναι κακό παιδί, απλώς είναι λίγος ο φουκαράς – πολύ λίγος…», θα μας πει γυναίκα δημοσιογράφος που τον γνωρίζει από διευθυντή του διπλωματικού γραφείου του Μητσοτάκη. «Αν ξεπεράσεις μερικές αστείες και γραφικές πλευρές του χαρακτήρα του, μπορείς μέχρι και να τον συμπαθήσεις. Νομίζει ότι έχει χιούμορ, αλλά είναι ακριβώς σαν τον Χατζηνικολάου. Με το που επιχειρεί να πει κάποιο αστείο, σε πιάνουν αμέσως κρυοπαγήματα… Το ντύσιμό του είναι αστείο, ενώ ο ίδιος πιστεύει ότι είναι καλοντυμένος. Φοράει και γυαλιά aviator με καθρέφτες!», θα συμπληρώσει η δημοσιογράφος ξεκαρδιζόμενη... Στην πραγματικότητα, όσοι τον ξέρουν καλά, συνομολογούν ότι ο Δημήτρης είναι ανασφαλής. Δεν αντέχει την αποτυχία, την ήττα. Και έτσι δημιουργεί μια τεχνητή πραγματικότητα, πάντα ευνοϊκή γι’ αυτόν, προκειμένου να αντέξει την «πραγματική» πραγματικότητα. «Είναι μια άμυνα του οργανισμού του», θα μας εκμυστηρευθεί στενός συνεργάτης του. «Στα δύο μεγάλα στραπάτσα της πολιτικής του πορείας, όταν αναγκάστηκε να κλείσει το ΚΕΠ και όταν αναγκάστηκε να αποσυρθεί από την διεκδίκηση της αρχηγίας της ΝΔ, θα παρατήρησες δύο πράγματα. Aφενός, δεν είχε τη δύναμη να κατέβει σε εκλογή και να δοκιμαστεί. Αφετέρου προσπαθούσε, με προσποιητή ψυχραιμία, να πείσει τον κύκλο του ότι έκανε τη μεγάλη κίνηση! “Είδατε πώς τους την έφερα;” έλεγε και ξανάλεγε έχοντας την ανάγκη να μας πείσει – πρώτα απ’ όλα να πείσει τον ίδιο του τον εαυτό… Όταν χάνει ο Δημήτρης, γυρίζει τον διακόπτη και διακτινίζεται σε άλλες πραγματικότητες. Είναι ο Κάπταιν Κέρκ της πολιτικής!..», προσθέτει ο συνομιλητής μας κρατώντας την κοιλιά του από τα γέλια...


«Ο Δημήτρης πρόδωσε την τάξη του», θα μας πει, έξαλλος, ένας τίμιος βυτιοφορεύς, γείτονας του Δημήτρη. «Να γινόταν και αυτός σαν τον πατέρα του, χωροφύλακας!», θα συμπληρώσει. «Με εκνευρίζει πολύ αυτός ο χαλβάς με το ψεύτικό χαμόγελο και τη μπουρδολογία του. Με ενοχλεί τόσο πολύ που, αν τον είχα μπροστά μου αυτόν τον εκνευριστικό τύπο, θα του τσάκιζα ευχαρίστως τα παϊδια!», μας εκμυστηρεύεται με θυμό πολύ… Εδώ θα διαφωνήσουμε, όμως, με τον τίμιο βιοπαλαιστή. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, κοινωνική αναρρίχηση, με αισθητικούς και άλλους αξιολογικούς όρους, ουσιαστικά δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά μετακόμιση από το υπόγειο στο ημιυπόγειο. Τι άλλο, δηλαδή, θα μπορούσε να σημαίνει, όταν η ιθύνουσα τάξη συγχρωτίζεται με εμπόρους όπλων, γόνους μαυραγοριτών και μοντέλα Γ κατηγορίας σε παρακμιακές κοσμικές συναθροίσεις με αμοιβαίες ρεβεράντζες και πίστη στο τρίπτυχο-τοτέμ Μερσεντέ, Ρόλεξ και Κολλέγιο Αθηνών (για τα διανοητικώς ατροφικά και ψυχικώς προβληματικά βλαστάρια τους); Τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει, όταν η πνευματική ελίτ της χώρας αποτελείται από γαλλοτραφείς ημιπαράφρονες ή ελληνοτραφείς κατά φαντασίαν Τσε Γκεβάρα - τρόφιμους των κομματικών ιδρυμάτων και των κακόγουστων αθηναϊκών σαλονιών, προκειμένου να κερδίσουν το χάδι της εξουσίας; Τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει, όταν η πολιτική εξουσία αποτελείται από πρώην κατσικοκλέφτες και μπουκαδόρους, που λιγουρεύονται στα κρεβάτια τους ξανθές πόρνες πολυτελείας; Με αυτά τα δεδομένα, γιατί να μην ονειρεύεται να αναρριχηθεί μέχρι και ο Δημήτρης; Ο ίδιος, πάντως, πίστεψε ότι ήλθε, επιτέλους, η ώρα του...


Ένα από τα χαρακτηριστικά-trademark του Δημήτρη είναι ο ξύλινος λόγος του – αυτό το στρογγυλεμένο και καλλιεπές Τίποτα με το οποίο εκφράζεται από την πρώτη μέρα που τον γνωρίσαμε. Αυτό το Τίποτα που εκφράζει ο Δημήτρης, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, πηγάζει από την ταπεινή του καταγωγή: από μικρός θαύμαζε την διπλωματική τιποτολογία / μπουρδολογία – το τίποτα δηλ. τυλιγμένο (εμπακεταρισμένο, που θα’ λεγαν και οι κύπριοι αδελφοί μας…) σε γυαλιστερό σελοφάν. «Όταν μιλάει έτσι ο Δημήτρης, δεν βλέπει αυτό που βλέπουμε οι περισσότεροι και μας δημιουργεί αμηχανία. Ο Δημήτρης, με τον λόγο αυτό, αναμετράται με τα πρότυπα που είχε από μικρός. Τα πρότυπα που θαύμαζε όταν, μικρό, συμπλεγματικό και φιλόδοξο παιδί, έβλεπε τους διπλωμάτες και τους πολιτικάντηδες να μιλάνε χωρίς να λένε τίποτα και έλεγε ‘έτσι θα γίνω κι εγώ μια μέρα’. Μιμείται, λοιπόν, αυτό που θαυμάζει. Το ίδιο ισχύει και για τις χειρονομίες του. Εμείς μπορεί να γελάμε και να χλευάζουμε, αλλά εκείνος μιμείται τα πρότυπα του – πρότυπα μια ολόκληρης ζωής», θα μας επισημάνει δημοσιογράφος της τηλεόρασης. Ο λόγος του Δημήτρη είναι γεμάτος λεκτικά τικ – μας έχει αλλάξει τον αδόξαστο στις ίδιες και τις ίδιες λέξεις και εκφράσεις: νοικοκυρέψαμε / πρωτύτερα / σύνθεση / φυσική ηγεσία / βιοϊστορικός κύκλος / κοινωνία / να είμαι χρήσιμος στην παράταξή μου και στην πατρίδα μου / φως, περισσότερο φως / έχετε καμιά αμφιβολία… / όσοι κάνουν (το Χ ή το Ψ) προσφέρουν κακές υπηρεσίες στην κοινωνία / κοινωνικές συμμαχίες / θα πω και κάτι άλλο / απαλλαγμένοι από προκαταλήψεις και ιδεοληψίες του παρελθόντος / να στραφούμε στην ίδια την κοινωνία / να αφουγκραστούμε την κοινωνία / ξεπερασμένη αντίληψη / εμείς δεν ζητήσαμε αξιώματα / μακριά από εμάς μια τέτοια αντίληψη / εμείς βρισκόμαστε πάντα εκεί όπου μας έταξε η κοινωνία, και άλλα κούφια παρόμοια… Ας αναφερθούμε, όμως, και σε μερικές αβραμοπούλειες επαγγελματικές ευρεσιτεχνίες. Ένα από τα επαγγελματικά τρικ του Δημήτρη είναι να ακούει τον συνομιλητή του και να παριστάνει ότι ακούει κάτι πολύ σημαντικό. Έτσι κολακεύει όλους τους αφελείς που επιδιώκουν να τον συναντήσουν. Επιπλέον, μια άλλη version του ίδιου κατά βάσιν νούμερου είναι να "μαλώνει" τους συνεργάτες του, όταν κάποιος τρίτος συνομιλητής διατυπώνει μια κριτική / παρατήρηση παρόντων των συνεργατών. «Είδατε; Έχει δίκιο ο Χ. Σας τα ‘λεγα κι εγώ…», συνηθίζει να λέει... Όταν ο Δημήτρης δέχεται αίτημα από κάποιον που θεωρεί παρακατιανό (δηλ. όχι ανώτερό του και όχι – πραγματικό ή πιθανό – χρηματοδότη), η στερεότυπη απάντηση είναι: «Άσε θα το δω…» ή «Πες το στον Αριστείδη (Καλογερόπουλο)…». Επίσης, και το καλοχαιρέτειο «ετελείωσε» είναι συχνά στην ημερήσια διάταξη…


Υπάρχει και μια άλλη, όμως, διάσταση του Δημήτρη, που μας φωτίζει ψυχίατρος εκ Λονδίνου. «Αν ο ψυχίατρος και πολιτικός David Owen είχε το χιούμορ να συμπεριλάβει την περίπτωση του Δημήτρη στο καταπληκτικό βιβλίο του "In Sickness and in Power" με θέμα τις ασθένειες των πολιτικών, θα είχε σίγουρα αποδώσει στον περίεργο αυτόν άνθρωπο folie de grandeur. Μου φαίνεται ότι ο συγκεκριμένος πολιτευόμενος απέχει λίγες μόνον γυάρδες από την παράνοια, με τέτοια (δυσανάλογη ως προς τις πραγματικές του δυνατότητες) ιδέα που έχει για τον εαυτό του». Ο Δημήτρης είναι στομφώδης. Και στον λόγο, και στη γλώσσα του σώματος αλλά και στις πράξεις. Στομφώδης και αυταρχικός. Επιδιώκει πάντοτε το μεγάλο, το ξεχωριστό, χωρίς, όμως, την παραμικρή αίσθηση του γελοίου. Δημήτρης και μεγαλείο είναι δύο μεγέθη ενωμένα με ισχυρά δεσμά γάμου. Το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο μεγαλοπρεπείας με το οποίο αναφέρεται στον εαυτό του («εμείς»), η διπλή χειραψία (το μάγκωμα της παλάμης ή του μπράτσου του συνομιλητή), το αγκάλιασμα και χτύπημα της πλάτης (patting) που δείχνει σπουδαιοφάνεια και αυταρχικότητα, καθώς και η μόνιμη χρήση, ως ντεκόρ, της αναπόφευκτης ελληνικής σημαίας, αποκαλύπτουν το πομπώδες και σπουδαιοφανές του ανδρός.


Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, ο Δημήτρης περιφρονεί τα μικρά και αναμετράται πάντοτε με τα Μεγάλα. Να μην λησμονούμε, λοιπόν, ότι ο Δημήτρης συνομιλεί συνεχώς και με την Ιστορία. Σε αυτό το πνεύμα, την 10η Μαρτίου του σωτηρίου έτους 1996, υπέγραψε, ομού μετά του δημάρχου της ιστορικής Σπάρτης, την περίφημη «Διακήρυξη Λήξεως του Πελοποννησιακού Πολέμου», απαλλάσσοντας οριστικά την χώρα από έναν μεγάλο αδελφοκτόνο βραχνά…

 
Αποτυχία και κατάθλιψη
Σε κατάθλιψη βρίσκεται πλέον Δημήτρης, ο «παντοτινός Δήμαρχος της πόλεως των Αθηνών». Δεν κατάφερε και λίγα στη ζωή του – αν αναλογιστούμε την αφετηρία του. Δεν κατάφερε, όμως, και πολλά, με την έννοια ότι απέτυχε να πιάσει τον βασικό στόχο που από ενωρίς είχε θέσει: να γίνει κυβερνήτης («Εμένα δεν με ενδιαφέρει να γίνω πρωθυπουργός. Κυβερνήτης θέλω να γίνω!» διακηρύττει, επαναλαμβανόμενα, στους στενούς συνεργάτες του…). Με αυτή την έννοια τον συμπονούμε. Όπως πρέπει να συμπονούμε και να στηρίζουμε όποιον έχει μια έντονη ανάγκη που δεν μπορεί να ικανοποιήσει. Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης ήθελε να γίνει ο Δημήτρης, Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής συνεδρίου τελικά έγινε… Παρ’όλα ταύτα, εμείς τον τιμούμε με αυτό το τεράστιο κείμενο-αφιέρωμα. Τον τιμούμε και γιατί ο Δημήτρης μιλάει στην καρδιά μας. Γιατί οι περισσότεροι είμαστε (ή θα θέλαμε να είμαστε) σαν κι αυτόν. Ο Δημήτρης είναι ένας μέσος, συνηθισμένος άνθρωπος - ένας μέτριος. Ένας σαν και τους περισσότερους από εμάς. Δεν είναι τυχαίο ότι τον εκλέγουμε στις πρώτες θέσεις σε κάθε εκλογική αναμέτρηση στην οποία μετέχει. Είμαστε, όλοι, δυνητικά, μικροί Αβραμόπουλοι... Αυτή ήταν, λοιπόν, η - κάπως φλύαρη - μικρή ιστορία ενός μεγάλου (ή μήπως η μεγάλη ιστορία ενός μικρού – ωχ! μπερδεύτηκα τώρα…). Ξέρετε τι είναι να έχεις υποστεί τόσον ευτελισμό, να έχεις επιδοθεί σε τέτοιο γλείψιμο, να έχεις υποστεί τόσες ταπεινώσεις στη ζωή σου και να μην μπορέσεις ν’ αγγίξεις, τελικά, τον στόχο στον οποίον (νόμιζες ότι) σε προόριζε το πεπρωμένο σου; Να ξεκινάς για Πρόεδρος Κυβέρνησης και να καταλήγεις Πρόεδρος Οργανωτικής Επιτροπής του 8ου συνεδρίου; Α, ρε Δημήτρη… Πάλι στα ίδια μείναμε… Πάλι τίποτα δεν κάναμε…


ΥΓ. Τελικά, ο πρόεδρος Αντώνης, βλέποντας τη δημοσκοπική (και συνολική) καταβαράθρωση του κόμματός του, ενέδωσε στις αξιώσεις του Δημήτρη και του παρέδωσε τα (αναπληρωματικά) κλειδιά της αντιπροεδρίας (Που να ανοίγεις νέα μέτωπα τώρα...). Μόνο που δεν επρόκειτο, τελικά, για κανονική και πλήρη αντιπροεδρία (όπως είχε αξιώσει ο Δημήτρης), αλλά για αντιπροεδρία Β, δηλ. για μια κουτσή και λειψή αντιπροεδρία - για μια μπασταρδεμένη αντιπροεδρία... Η τύχη έχει κέφια και παίζει, καταπώς φαίνεται, πάντοτε περίεργα, νοσηρά και χιουμοριστικά παιγνίδια στην πλάτη του καημένου του Δημήτρη, αφού δεν του δίνει τίποτε ολοκληρωμένο· αφού δεν του επιτρέπει, τελικά, τίποτε να χαρεί... Α, ρε Δημήτρη... Πάλι τίποτα δεν κάναμε... Πάλι χάσαμε...

ΥΓ2. Επί μήνες ακουγόταν το όνομα του Δημήτρη ως του πιο πιθανού υποψηφίου για τον θώκο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο ίδιος ο Δημήτρης το είχε σίγουρο. Και πίστεψε ότι έτσι θα του δοθεί επιτέλους η δυνατότητα να παίξει τον σόλο, πρωταγωνιστικό ρόλο για τον οποίον είναι προορισμένος: τον ρόλο του Πρώτου Πολίτη της χώρας (έστω και με κουτσουρουμένες, τυπικές αρμοδιότητες), τον ρόλο του Κυβερνήτη. Είχε, μάλιστα, έτοιμη, καθαρογραμμένη, και τη δήλωση που θα έκανε μετά και την επίσημη ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του. Ωστόσο, λίγο μετά τις τέσσερις το απόγευμα μιας μουντής ημέρας του Φεβρουαρίου, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε άλλον υποψήφιο, τον Πάκη Παυλόπουλο! Κι ας είχε υποσχεθεί τη θέση στον Δημήτρη. Κι ας τον είχε προετοιμάσει ψυχολογικά. Θρύψαλα έγιναν εκείνο το απόγευμα αμέτρητα από τα (καλόγουστα) υαλικά που κοσμούσαν την οικία του Δημήτρη. Ενώ λέγεται ότι, λόγω της (δικαιολογημένης) έκρηξης, πάνω στο (εντελώς ανθρώπινο) ξέσπασμα του πολιτευόμενου, εδάρη και κάποιο συγγενικό του πρόσωπο. Κι από το εσωτερικό της (καλαίσθητης) μεζονέτας της ΝΕΑΣ Κηφισιάς (και όχι της κανονικής), ακούστηκε, θαρρείς σαν κλάμα, όλο παράπονο, η φράση «Πάλι τίποτα δεν κάναμε... Πάλι χάσαμε...»  

/σχετικά άρθρα/
Καμιά ύποπτη δοσοληψία Αβραμόπουλου-Μαυρίκου: εκβιαστές και παρβενήδες
 

Monday, June 21, 2010

Μίμης Ανδρουλάκης: Ο συγγραφέας του «Ε, Πρόεδρε!» φωνάζει «Ε, Προσέξτε με!»



«Αποτελεί νόμο της ανθρώπινης φύσης ότι αυτοί που μας τρώνε το χρόνο με ακατάπαυστες πολυλογίες είναι αυτοί που δεν έχουν τίποτε ουσιαστικό να πουν…»
Roger Scruton, On Hunting

«Μη μιλάς, μη μιλάς, μη μιλάς…»
Κώστας Καφάσης, Η Ώρα της Φωτιάς


Ποιος είναι ο άνθρωπος αυτός που μιλάει ακατάπαυστα, περιαυτολογεί και μαστιγώνει τα αυτιά μας με ακατάσχετες κενολογίες; Ποιος είναι ετούτος ο εκνευριστικός διακοψίας που δεν αφήνει άνθρωπο να σταυρώσει λέξη; Ποιος είναι ο αυτάρεσκος αυτός εγωκεντρικός μπουφόνος που έχει πάντα δίκιο; Είναι ο Μίμης Ανδρουλάκης και είναι καλά (;)…

 

Ελλείμματα και διαταραχές
Ο Μίμης Ανδρουλάκης αποτελεί μια ιδιόμορφη περίπτωση. Σε ό,τι αφορά το καύκαλο της παρουσίας του, την εμφανή και δημόσια διάσταση της προσωπικότητάς του, εύκολα μπορεί να καταλήξει κανείς σε ασφαλή συμπεράσματα: πολυλογάς, ξερόλας, κομπορρήμων, υπερφίαλος, διδακτικός, αυταρχικός, σπουδαιοφανής, πείσμων, πομπώδης. «Το πρόσωπο είναι σπαθί», αποφαίνεται ο σοφός (που λέει ο λόγος…) λαός. Αν εξετάσουμε, λοιπόν, μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, τη φυσιογνωμία του Μίμη, θα διαπιστώσουμε ότι παραπέμπει ευθέως στην επαρχιώτικη κουτοπονηρία – το σήμα κατατεθέν της ανυπέρβλητης ελληνικής υπαίθρου. Αυτά ως προς την «επιδερμίδα» του μεγάλου (αν και μικρού το δέμας) ανδρός. Όλα τα παραπάνω εμφανή χαρακτηριστικά τον τοποθετούν, δικαιολογημένα, στον Όλυμπο των μεγάλων αντιπαθητικών, ενώ οδηγούν τη δημόσια περσόνα του σε επίπεδα απύθμενης γραφικότητας. Ωστόσο, εάν κάνει κανείς τον κόπο να σκάψει λίγο πιο κάτω από την «κρούστα», θα οδηγηθεί σε αποκαλυπτικότερα συμπεράσματα. Ο Μίμης αποτελεί μάλλον μια από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις ελλειμματικής προσωπικότητας. Κατατρύχεται, από κεφαλής μέχρι φτερνών (δεν είναι δα και μεγάλη η απόσταση…) από σύνδρομο υπεραναπλήρωσης. Κάτι του λείπει, το οποίο και προσπαθεί να υπεραναπληρώσει μέσω της ξερολίασης και της επιβολής. Ο Θεός στάθηκε, δυστυχώς, φειδωλός –απίστευτα φειδωλός– απέναντι σε τούτον δω τον άνθρωπο. Αποδείχθηκε, όμως, ταυτόχρονα δίκαιος και σπλαχνικός. Διότι ό,τι του εστέρησε σε φυσικά χαρίσματα του το εχάρισε (και μάλιστα απλόχερα) σε φιλοδοξία και διάθεση επιβολής. Μπόλικο, λοιπόν, το έλλειμμα του Μίμη. Η αφόρητα εκνευριστική αυτοαναφορικότητά του, η τάση για αυτοδιαφήμιση, η συμπεριφορά παγωνιού και παραγνωρισμένης ιδιοφυΐας μόνο στο ψυχικό του έλλειμμα μπορούν να αποδοθούν. Να είναι, άραγε, το μη ευειδές του ανδρός; Να είναι, μήπως, το εξαιρετικά χαμηλό του ύψος; Να είναι, γενικώς, το ανικανοποίητο του βίου του; Ποιος να ξέρει τι κατοικεί στα ερέβη της ανδρουλάκειας ψυχής. Πάντως, ένα είναι βέβαιο. Πίσω από το μικρό αυτό σαρκίο, κρύβεται ένα υπερμέγεθες Εγώ.

 

Ο μικρός μπολσεβίκος γίνεται… «ελευθεριακός»!
Αρχικά ενταγμένος στην ΚΝΕ, ο κομσομόλος Μίμης θέλησε να παλέψει για έναν δικαιότερο κόσμο μέσα από τις τάξεις του «κόμματος του λαού» (που αλλού…) Ο μικρός (τουλάχιστον σωματικά) έλληνας μπολσεβίκος διακρίθηκε αργότερα ως το αγαπημένο παιδί του Χαρίλαου, του συμπαγούς αυτού ορεσίβιου ηγέτη του ιθαγενούς κομμουνισμού με τη βαριά, ακατάληπτη θεσσαλική προφορά. Είναι γνωστό ότι τον Χαρίλαο δύο πράγματα (εκτός του κομμουνισμού) τον έθελγαν: η επαφή με τον Μίμη, και το τσιμπούκι – το πολυαγαπημένο του τσιμπούκι που δεν έλειπε (σβηστό ή αναμμένο) ούτε στιγμή από τα χείλη του κομμουνιστή ηγέτη από την Ραχούλα Καρδίτσης.


Από ινστρούχτορας, λοιπόν, του κόμματος με το σφυροδρέπανο αλλά και, αργότερα, του (ενιαίου) Συνασπισμού, ο σοφολογιότατος με το μουστάκι θα περάσει στη θέση του απολογητή του Σημιτισμού, για να καταλήξει κομπάρσος (με αντίτιμο μια βουλευτική έδρα) του κόμματος της πράσινης ανάπτυξης. Άλλος ένας (μικρός) ήρως της μεταπολίτευσης που μας κάθισε στο σβέρκο. Τα τελευταία, μάλιστα, χρόνια, φαίνεται ότι ανακάλυψε –κάπως όψιμα, ειν’ η αλήθεια– τη γοητεία της ελεύθερης αγοράς (έστω και στη στρεβλή, βαλκάνια, ελληνική μορφή της).Τώρα, αυτοπροσδιορίζεται ως… «ελευθεριακός σοσιαλιστής» (!) – και στην κορφή κανέλα. Σε όλες τις φάσεις των πολιτικών μεταμφιέσεών του, πάντως, ένα πράγμα ουδέποτε έλειψε από τον ανεμοδούρα αυτόν της πολιτικής: η έλλειψη σεμνότητας. Η σεμνότης, έλεγε ο Γιουβενάλης, σπανίως ταιριάζει με την ομορφιά· η περίπτωση του Μίμη μας δείχνει ότι σπανίως ταιριάζει και με την ασχήμια. Πάντως, με τούτα και μ’ εκείνα, ο Μίμης προόδευσε στη ζωή. Εάν, μάλιστα, αληθεύει η φήμη ότι, καίτοι ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης, πρωτοφόρεσε κανονικό παπούτσι (νούμερο 36) στα είκοσί του χρόνια (και μάλιστα με κορδόνια, τα οποία αρχικά δεν ήξερε να δένει), η εξέλιξη του κρίνεται, πράγματι, ως μετεωρική.

 

Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά
Ο Μίμης τα ξέρει όλα και συμφέρει: φιλοσοφία, πολιτική, μαθηματικά, ποδόσφαιρο, οικονομία και δεν συμμαζεύεται. Όποια ερώτηση κι αν πέσει στο τραπέζι, ο μεγάλαυχος σπουδαρχίδης θα δώσει την απάντηση ασκαρδαμυκτί. Και τι δεν γνωρίζει ο αναγεννησιακός αυτός άνθρωπος (με τα πτι καρό σακάκια και την πιτυρίδα στους ώμους)... Ξέρει (κατά δήλωσή του) και από… γυναίκες! Παίζει δε, με ιδιαίτερο πάθος και φανατισμό, και κάτι άλλο στα δάχτυλα – κάτι που του χαρίζει σπασμούς απέραντης αυτοϊκανοποίησης: την ψυχανάλυση (κι εκεί ειδικός ο Μίμης…). Αλλά εξελίχθηκε, μετά τα πενήντα του, και σε… gourmet (!). Και εδώ μεγάλη πρόοδος, πράγματι, για έναν άνθρωπο που τρεφόταν, μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, αποκλειστικά με φέτα, παξιμάδι, γάλα και κρoμμύδι.

 

Ορισμένοι τον θεωρούν έναν διανοούμενο της πολιτικής. Διόλου απίθανο. Μολονότι οι προχειρολογικές και πασαλειμματικές απόψεις του εκφράζουν μια ιμιτασιόν εκδοχή κακοχωνεμένου νιτσεϊσμού, που παραπέμπει (τόσο πομπώδης και κακοχωνεμένη που είναι) στον Καζαντζάκη – ενίοτε και στον Καζαντζίδη. Μεγάλες στιγμές του Μίμη, όταν προσπαθεί να αναλύσει (κουνώντας και το δάκτυλο) θέματα που μόνο επιδερμικά γνωρίζει, με τον ζήλο του νεοφώτιστου και με τα τσάτρα πάτρα αγγλικά του γυμνασίου (χάου ντου γιου αρ;) ή από μεταφράσεις συνεργατών του: «Ρισκ μάνατζμεντ» («ρισκ μάνατζμεντ χρειάζεται η χώρα ρε!»), «κράισις μάνατζμεντ», «όπως έγραψε ο Εκόνομιστ και η Γουόλ Στρητ Τζούρναλ (!) (sic)» και άλλα τέτοια τραγελαφικά – και όλα αυτά με βαρύ, ελληνοπρεπέστατο αξάν που προκαλεί στους τυχερούς ακροατές σπασμούς γέλιου. Διανοούμενος, λοιπόν, ή Χατζηχρήστος της πολιτικής; Πολιτικός εγκέφαλος ή Ζήκος/Μπακαλόγατος; Η Ιστορία θα αποφανθεί, εν ευθέτω χρόνω, για τον τσαλαβούτα της πολιτικής και της διανόησης…

 

Το βιβλίο, η στρατηγική και οι καμπινέδες
Ο κωλοτούμπας της μικροπολιτικής, ο σπουδαιοφανής αερολόγος, ο κουτοπόνηρος αυτός ξυλοσχίστης, αδυνατεί να χωνέψει ότι ο αρχηγός του όχι μόνο δεν τον έχει δεχθεί στα ιδιαίτερα ενδιαιτήματά του, αλλά δείχνει να αντιμετωπίζει συγκαταβατικά αυτόν τον αυτάρεσκο, γυρολόγο και νάρκισσο αμπελοφιλόσοφο. Και αντί να σταθεί στο… ύψος του, απειλεί, κριτικάρει και εκλιπαρεί να τον προσέξουν. «Εγώ ξέρω τις λύσεις» λέει· ουδείς όμως τον καλεί για να τις δώσει. Δύσκολο και τραγικό να φαντάζεσαι τον εαυτό σου ουρανοξύστη, ενώ είσαι μια καλύβα – και μάλιστα αχυρένια. Παρεμπιπτόντως, κάποιοι απρόσεκτοι αδυνατούν να σεβαστούν τον μυστακοφόρο βουλευτή και να δουν το πραγματικό του πολιτικό ανάστημα. Σε πρόσφατη συνεδρίαση της Βουλής, μάλιστα, ο απρόσεκτος προεδρεύων επιτίμησε τον Μίμη, βλέποντας το (μικρό) φυσικό και όχι το (θεόρατο) πολιτικό και διανοητικό του μέγεθος: «Σηκωθείτε, παρακαλώ, όρθιος κύριε Ανδρουλάκη», είπε ο Πρόεδρος. «Όρθιος είμαι κύριε Πρόεδρε», απάντησε ο (πράγματι ολόρθος) Μίμης…

 

Η απόγνωση του Μίμη, ένεκα του γεγονότος ότι βρίσκεται στα αζήτητα, τον οδήγησε σε (ακόμη) μία εκδήλωση δυσθεώρητης γραφικότητας: συνέγραψε πρόσφατα βιβλίο πολιτικής στρατηγικής (!), παρέχοντας, αυτοβούλως, συμβουλές… πολιτικού leadership (!) και ευελπιστώντας να καθοδηγήσει τον σημερινό αρχηγό του και πρωθυπουργό. Ανακοίνωσε, μάλιστα στον πρόεδρό του (όπως ο ίδιος ο Μίμης μάς πληροφορεί) την έκδοση του βιβλίου στον σεπτό χώρο των καμπινέδων του κοινοβουλίου, ενώ οι δύο άνδρες ανακουφίζονταν πλάι-πλάι. Δεν είναι επιβεβαιωμένο εάν, με το άκουσμα της είδησης, ο Γιώργος τράβηξε και το καζανάκι…


Το αστείο, προχειρογραμμένο και γραφικό «E, Πρόεδρε!» δεν αντέχει στην παραμικρή σοβαρή κριτική. Μόνο ως μια σπαρακτική κραυγή που φωνάζει «Ε, Προσέξτε με!» μπορεί να θεωρηθεί. Πάλι καλά, όμως. Ο πολιτικός αυτός σκιτζής, ο αυταρχικός θαλαμηπόλος της «σοσιαλιστικής» εξουσίας, η μέλισσα αυτή της πολιτικής που τρυγάει αδιακρίτως κάθε «προοδευτικό» (και μη) πολιτικό άνθος, άφησε τουλάχιστον τα εντυπωσιοθηρικά κακογραμμένα λογοτεχνήματα με τις θρησκευτικές και πορνογραφικές εμμονές για κάτι αντίστοιχα κακογραμμένο και πασαλειμματικό, που τουλάχιστον όμως βρίσκεται μέσα στα επαγγελματικά χωράφια του. Κρίμα για τον βερμπαλίζοντα ψευτοδιανοούμενο με την κουτοπόνηρη, μουλωχτή φυσιογνωμία και το μονίμως προτεταμένο δάχτυλο, που διακρίνεται από την παθολογική ανάγκη του εντυπωσιασμού και της επιβεβαίωσης.


Ζητείται αξιοποίησις
Δύσκολοι οι καιροί για τον αναξιοποίητο Μίμη, το lemming της πολιτικής σκηνής, τον άνθρωπο που έχει ως σήμα κατατεθέν τη λογοδιάρροια – τη λεκτική ευκοιλιότητα. Αν καταφέρναμε, πάντως, να δαμάσουμε την μισανθρωπία μας και περνούσαμε, προς στιγμήν, σε φιλάνθρωπα πεδία, ένα πράγμα θα φωνάζαμε: Κύριοι της εξουσίας (και της πράσινης ανάπτυξης), προσέξτε επιτέλους αυτόν τον μικρό άνθρωπο· δώστε του λίγη σημασία και ενδεχομένως μια κυβερνητική θέση, ένα υφυπουργείο. Μήπως επιτέλους ηρεμήσει – και μαζί μ’ αυτόν ηρεμήσουμε κι εμείς, απαλλασσόμενοι από την ακατάπαυστη γκρίνια, την αφόρητη πολυλογία και τον συμπλεγματικό διδακτισμό αυτού του αντιπαθητικού και ανυπόφορου μικροσκοπικού πολιτευόμενου.

Tuesday, June 15, 2010

Outfit trivia και World Cup 2010: ανθρωπολογία και αισθητική της ποδοσφαιρικής φανέλας



Το ποδόσφαιρο, ένα παράδοξο άθλημα στο οποίο 22 άνδρες κυνηγούν με ανεξήγητη μανία ένα σφαιροειδές αντικείμενο με (υποτιθέμενο) στόχο τη διακόρευση της εστίας του αντιπάλου (μια αλλόκοτη κατασκευή σε σχήμα Π με κάτι περίεργα δίχτυα από πίσω), «έχει παντού μόνο φίλους» (όπως θα έλεγε και η παλαιά διαφήμιση…). Θεατής του το μέγα πλήθος, όλων των κατηγοριών: από λαϊκούς ανθρώπους που βλέπουν σ’ αυτό το υποκατάστατο μιας μάχης που δεν έχουν δώσει στη ζωή τους (ή την έδωσαν και έχασαν) και που δίνουν οι άλλοι, πάνω στο χόρτο, για λογαριασμό τους, από μάζες που βρίσκουν την ευκαιρία να αποκτήσουν μια κάποια ταυτότητα και να γευτούν, με φτηνό αντίτιμο, συνθήκες εορτής ή την ψευδαίσθηση μιας εύκολης εκτόνωσης της εγγενούς επιθετικότητάς τους, από διανοούμενους που το συγκεκριμένο άθλημα τους φέρνει σε επαφή, με εξωτικό τρόπο και αφ’ υψηλού, με τον παράδοξο κόσμο της μαζικής κουλτούρας (ή με τον καλά κρυμμένο εαυτό τους), από γυναίκες που επιχειρούν να φανούν «εναλλακτικές» και να τραβήξουν επάνω τους την προσοχή των ανδρών, μέχρι και «αγορίνες» που, αντί για ποδόσφαιρο, θαυμάζουν λαγόνια και καπούλια, καλοσχηματισμένους μηρούς, καλοχτισμένους κοιλιακούς και πετρώδη στήθη.


Προσωπικά, αποστρεφόμαστε το ποδόσφαιρο και τον κόσμο του, με το ίδιο τρόπο που αποστρεφόμαστε κάθε (σχεδόν) εκδήλωση μαζικής κουλτούρας, μαζικές εκδηλώσεις εορτασμού ή διαμαρτυρίας, προεκλογικές συγκεντρώσεις κλπ. – κάθε εκδήλωση που παραπέμπει σε καταστάσεις πλέμπας και οχλαγωγίας. Το ποδόσφαιρο, όμως, έχει και αυτό τις ποιοτικές διαβαθμίσεις του. Αντιπαθούμε ειδικά το σημερινό ποδόσφαιρο, που δίνει έμφαση στην δύναμη και την ταχύτητα και όχι την τεχνική και την έμπνευση, το σημερινό ποδόσφαιρο των μάνατζερς και του «επαγγελματισμού» με την κυριαρχία των «συμβολαίων» και την μονομανιακή προώθηση των εταιριών «ρεκλάμας». Αντιθέτως, συμπαθούμε το «αντιεπαγγελματικό» ποδόσφαιρο – το ποδόσφαιρο των σκληρών γηπέδων, το ποδόσφαιρο της Melchester, του Roy of the Rovers και του «Τερματοφύλακα-Γιατρού». Επομένως, όντας οριστικά με την πλευρά των ηττημένων, θα περιοριστούμε στον σχολιασμό ορισμένων (ενδεχομένως ασήμαντων για κάποιους) παραμέτρων του world cup 2010, αμιγώς στυλιστικού χαρακτήρα.


Η εξωτερική εμφάνιση, το ένδυμα, είναι, κατά τη γνώμη μας, η γλυπτική της καθημερινότητας. Όθεν και η σημασία που πρέπει να αποδίδεται στον σχολιασμό του. Το ίδιο ισχύει και για τα ενδυματολογικά του ποδοσφαίρου. Οι εμφανίσεις των ομάδων δεν προκύπτουν τυχαία, αλλά πιστεύουμε ότι βρίσκονται σε μια (φαινομενικά παράδοξη) αρμονία με τα βαθύτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του κάθε έθνους. Λιτότητα, αρχοντιά και αίσθηση υπεροχής ή κόμπλεξ, αδυναμία και αρχοντοχωριατισμός;

 

Το φετινό world cup μας έδωσε τη δυνατότητα να σημειώσουμε, για μια εισέτι φορά, την αισθητική καταβαράθρωση του αθλήματος. Σε επίπεδο υλικών, βεβαίως, η ποιότητα των εμφανίσεων έχει κατά πολύ βελτιωθεί. Αποτέλεσμα είναι η οικονομία σε σωματική αποφορά. Μια αποφορά που είχε δοξάσει αρκετούς παίκτες, αναδεικνύοντας την δύναμη του ιδρώτα τους σε φανέλες, σορτς και κάλτσες (δηλ. μασχάλες, όρχεις, πόδια). Οι περιπτώσεις, λ.χ., του δεξιού μπακ της ΑΕΚ, Συμεών (Μάκη) Χατζή, καθώς και του ποδοσφαιριστού του Άρεως και του Αιγάλεω, Θέμη Βάγγη, είναι απολύτως ενδεικτικές για το τι καταστροφικό κοκτέιλ μπορεί να δημιουργήσει ο συνδυασμός κακού ιδρώτα και φτηνού υλικού στις εμφανίσεις… Σε επίπεδο αισθητικής, όμως, οι περισσότερες εμφανίσεις των εθνικών ομάδων είναι, σε γενικές γραμμές, μπανάλ και κακόγουστες.

Για τις περισσότερες αραπάδικες εμφανίσεις (τη εξαιρέσει, κυρίως και παραδόξως, της λιτής Γκάνας) δεν έχει να πει κανείς πολλά πράγματα, αφού δεν κρύβουν εκπλήξεις... Πολύχρωμες, φαντεζί, κακόγουστες (Άρτα και Γιάννενα…) – εν ολίγοις παιδαριώδους (ή, μάλλον, μαζικής) αισθητικής. Εμφανίσεις για να τραβούν, με εύκολο τρόπο, το ανεκπαίδευτο και κακόγουστο μάτι για να βλεφαριάζει. Θα λέγαμε ότι την πρωτοκαθεδρία δικαιούνται οι Καμερουνέζοι· και μόνον λόγω παρελθόντος, αφού είναι η μόνη ομάδα που εμφανίσθηκε, πριν από λίγα μόλις χρόνια, με… αμάνικες φανέλες (!).

 

Εκτός της Γκάνας ίσως εξαίρεση να αποτελεί και η Ακτή Ελεφαντοστού – μόνον η φανέλα της πρώτης εμφανίσεως, όμως, σε λιτή γραμμή πορτοκαλί χρώματος, γιατί η δεύτερη δεν βλέπεται. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εμφάνιση του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος ενός ακόμη υποβαθμισμένου έθνους, του Μεξικού (μόνον, όμως, η δεύτερη εμφάνιση, η μαύρη, γιατί η πρώτη κρίνεται ως εξαιρετικά κακόγουστη). Η Ονδούρα μάλλον δικαιούται, με το σπαθί της, τον τίτλο της χειρότερα ενδεδυμένης ομάδας (με ανεκδιήγητες εμφανίσεις της ανεκδιήγητης εταιρίας Joma). Οι Αμερικανοί πάντοτε με την επιφανειακή παιδικότητα που τους χαρακτηρίζει ως λαό, κάνουν την εμφάνισή τους με μια bold, διαγώνια γραμμή στις φανέλες – μια αισθητική που παραπέμπει ευθέως (προς το πιο κακόγουστο βέβαια) στις ένδοξες φανέλες του παλαιού, καλού Περού. Τα ίδια και τα ίδια με την ιδιαίτερα προβλέψιμη Βραζιλία (το ΠΑΣΟΚ των εθνικών ομάδων ποδοσφαίρου), ενώ το ίδιο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και για την Αργεντινή (τον ΣΥΡΙΖΑ των εθνικών συγκροτημάτων), εάν οι εμφανίσεις της δεν είχαν περάσει, με έναν μυστηριώδη τρόπο, στη σφαίρα του κλασσικού. Σε ό,τι αφορά την Ουρουγουάη, έχουμε μια αρκετά λιτή και κομψή γαλάζια εμφάνιση (και μπεζ! η δεύτερη), με κάτι από τον αποστασιοποιημένο «ξυλοκοπισμό» που παραδοσιακά την χαρακτηρίζει ως ομάδα…

Επιχειρηματολογούμε, παγίως, για την υπεροχή του κλασσικού και λιτού έναντι του μοντέρνου και φαντεζί. Προσοχή όμως: ας μην συγχέουμε το κλασσικό με το ανέμπνευστο και το βαρετό. Π.χ. στην περίπτωση της Σλοβακίας έχουμε μια απέριττη, αλλά ultra βαρετή εμφάνιση. Στο ίδιο πνεύμα, η γαλάζια εμφάνιση του εθνικού μας συγκροτήματος, του χειρότερου της διοργανώσεως, μολονότι λιτή, κρίνεται ως (ταιριαστά) βαρετή, φουκαριάρικη και χωριάτικη (όπως πάντα άλλωστε) – αντιπροσωπευτική των βαθύτερων χαρακτηριστικών του ίδιου του έθνους. Κάτι που δείχνει, μεταξύ άλλων, ότι και η εταιρίες που ντύνουν τις ποδοσφαιρικές ομάδες επιδίδονται, ατύπως, στο δικό τους ιδιότυπο apartheid: έθνη β’και γ’ διαλογής αντιμετωπίζονται ως «ξεπέτες» από τις μεγάλες αθλητικές εταιρίες… Δικαίως, εδώ που τα λέμε…


Αισθητική κατάπτωση λοιπόν – και στις ποδοσφαιρικές εμφανίσεις. Ακόμη και οι (παραδοσιακά γουστόζικες) ιταλικές εμφανίσεις στερούνται πλέον, εξόφθαλμα, τη φινέτσα του παρελθόντος. Παραμένουν, βέβαια, σε στενή γραμμή οι φανέλες και φαρδιά τα σώβρακα – πλην όμως οι λευκές λεπτομέρειες σε φανέλες και κάλτσες αφαιρούν κάτι από την λιτότητα-κομψότητα που παραδοσιακά χαρακτηρίζει τις ιταλικές εμφανίσεις (οι σημερινές Puma δεν έχουν τίποτε από την υψηλή αισθητική των «slim-fit» Kappa – δυστυχώς…).

 

Η Ισπανία προχώρησε σε μια περιορισμένη αισθητική βελτίωση, αντικαθιστώντας το αρκετά χωριάτικο navy με το αριστοκρατικότατο royal blue. Και της Πορτογαλίας η φανέλα έχει μια ορισμένη φινέτσα – κατά τη γνώμη μας κυρίως η δεύτερη, η λευκή, με τις δύο κάθετες ρίγες στη μέση. Η εμφάνιση της Σερβίας λιτή, κομψή και αριστοκρατική, της Γαλλίας, της Ολλανδίας και της Γερμανίας κάτι το παρόμοιο – όχι όμως σε πολύ υψηλά στάνταρντς φέτος –, ενώ ευχάριστη έκπληξη απετέλεσε για μας η Νέα Ζηλανδία, με εξαιρετικές εμφανίσεις λιτού χαρακτήρα (τόσο οι πρώτες όσο και οι αναπληρωματικές) – εμφανίσεις που γυρίζουν προκλητικά την πλάτη σε αναίτιους νεωτερισμούς και άσκοπες αισθητικές εξτραβαγκάντζες...

 

Το μεγάλο κτύπημα, όμως, στην πιθηκοποίηση του στυλ στο ποδόσφαιρο ήλθε και πάλι από την μεγάλη Αγγλία! Η πιο ευχάριστη έκπληξη της διοργανώσεως, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς σε τι καιρούς ζούμε. Οι Umbro εμφανίσεις της σπουδαίας αυτής χώρας έβαλαν τα γυαλιά σε όλους τους κακόγουστους του παγκοσμίου πρωταθλήματος. Τι να πει κανείς μπροστά σε ένα τέτοιο στυλιστικό θαύμα ανυπέρβλητης κομψότητας… Αριστοκρατική μονοχρωμία (χωρίς χρώματα, ρίγες, φάσες και άλλες στυλιστικές παρασπονδίες) – και μάλιστα σε μια υπέροχα λιτή, πάλλευκη εκδοχή (τόσο παράδοξο γεγονός, αν αναλογιστεί κανείς ότι η λευκή μονοχρωμία έχει εξοστρακιστεί ακόμη και από το τένις, από τη στιγμή που "εκδημοκρατικοποιήθηκε" και πέρασε στα χέρια διαφόρων κανιβάλων με πολύχρωμα, παρδαλά outfits). Ακόμη και τα νούμερα στις Εγγλέζικες φανέλες είναι σχεδιασμένα με τρόπο λιτό, χωρίς «γωνίες» και άλλους σχεδιαστικούς νεωτερισμούς και χαζοχαρούμενους αισθητικούς εξτρεμισμούς. Επιπλεόν, και οι δεύτερες, κόκκινες εμφανίσεις της σπουδαίας αυτής ομάδος βρίσκονται σε ιδιαιτέρως υψηλά αισθητικά επίπεδα μιας υπέροχης ρετρό αισθητικής.

 

Ανυπέρβλητης κομψότητας και οι μονόχρωμες εμφανίσεις των Εγγλέζων τερματοφυλάκων (βλ. photo παρακάτω), σε ένα υπέροχο αισθητικό σύμπλεγμα λιτότητας και αριστοκρατικότητας. Εγγλέζικη εμμονή, λοιπόν, σε ένα εξαίσιο, παραδοσιακό, ντεμοντέ (αλλά με περισσή χάρη) στυλ με σκληρό γιακά (!!!) και κουμπάκια (!!!) σε ό,τι αφορά την πρώτη εμφάνιση – πράγμα που δείχνει ότι σε αυτόν τον λαό, σε αυτό το οπωσδήποτε ανώτερο έθνος, παραμένουν ζωντανά τα κύτταρα υψηλού γούστου και λεπτότητας που δύσκολα πια εντοπίζει κανείς σήμερα... Η πραγματική επανάσταση, σύμφωνα με όσα μας διδάσκει το Εγγλέζικο ήθος (και στον τομέα των εμφανίσεων), είναι η εμμονή στον κλασσικό. Όταν έχεις μια τέτοια ιστορία, αφήνεις τα εμφανισιακά τρικ για πιο «δεύτερες», παρακατιανές περιπτώσεις ομάδων και λαών...

 

ΥΓ. Τέλος, μια παράδοξη λεπτομέρεια: ο αραπάκος καμερουνέζος keeper εμφανίσθηκε με φανέλα χρώματος... καφέ!!! Κακογουστιά ή εκκεντρικότης;