Monday, August 30, 2010

Σπύρος Γκίνης: το βάψιμο ενός τουριστικού πράκτορος (ή τουρίστας εναντίον ταξιδιώτη)




Ο tour operator (τρομάρα μας) Σπύρος ΓκίνηςΓκίνης και φύγατε»…) αποτελεί τον εν Ελλάδι στυλοβάτη (ή, εν πάση περιπτώσει, έναν από τους στυλοβάτες) του φρικτού αυτού φαινομένου που ονομάζεται τουρισμός. Εκμεταλλευόμενος τις αναπόφευκτες κοινωνικές εξελίξεις (που δημιουργούν μονίμως δικαιώματα και απαιτήσεις στο μέγα πλήθος), έβαλε και αυτός ένα φωτάκι έξω από το μαγαζί του και καλεί τον κόσμο να μπει· για να εξασφαλίσει –τι άλλο;– διακοπές…


Η έννοια και η πρακτική των «διακοπών» σφίγγει σαν τανάλια κάθε σοβαρό άνθρωπο, κάθε ολοκληρωμένο αισθητή, αφού οι συνειρμοί που του δημιουργούν τέτοιοι όροι είναι δυνατόν να τον οδηγήσουν στην αποπληξία ή την κατάθλιψη. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν και μόνον το άκουσμα της λέξης «διακοπές» παραπέμπει, στη συνείδηση του ελευθερόφρονος esthete, σε «τουρισμό», με πούλμαν, καράβια και αεροπλάνα τίγκα στους ομοιόμορφης εμφάνισης ανθρώπους παστωμένους σαν σαρδέλες, με χαρά και ελπίδα στο πρόσωπο για «μερικές μέρες ξεγνοιασιάς», «χαλάρωσης», «γεμίσματος μπαταριών» (το αναπόφευκτο φρικαλέο κλισέ όλων των διακοπών), κακόγουστες ενδυμασίες, γυμνές ξέχειλες μπάκες και απεριποίητα ποδάρια, δασύτριχα στέρνα, γυναικομαστίες, πεσμένα στήθη και ξεροψημένα δέρματα σε κοινή θέα, ομοιόμορφα σακίδια, φτηνές βαλίτσες και όλα τα σχετικά – δηλαδή με ό,τι πιο ανυπόφορο μπορεί να συναντήσει κανείς στον σύγχρονο κόσμο; Είναι γνωστό πια: όταν ακούμε κάποιον να μιλάει με φανατισμό για διακοπές, στο μυαλό μας έρχεται, αναπόφευκτα, κάτι dangerously low class, petit bourgeois ή bourgeois, passé και banal.


Όλοι και παντού πλέον νιώθουν την ανάγκη για διακοπές. Αλλά όχι διακοπές ό,τι κι ό,τι. Ο Γκίνης και οι όμοιοί του έχουν φροντίσει να σιγοντάρουν το κλίμα που θέλει τον διακοπόφιλο να απαιτεί διακοπές «κομπλέ». Έρχεται λοιπόν η πολυπόθητη «άδεια». Τι θα κάνει ο αδειούχος; Μήπως θα κάτσει σπίτι του να βάλει κάποια τάξη στα πράγματά του και να ξεκουραστεί, κάνοντας και ορισμένους λελογισμένους περιπάτους με κανένα ταβερνάκι το βράδυ κάτω από καμιά κληματαριά; Μήπως, έστω, θα πάει στο χωριό του να περάσει ολίγες ημέρες ξεκούρασης παρέα με το σόι του και τους συμπεθέρους, τρώγοντας και κανένα σουβλάκι; Όχι βέβαια. Σήμερα όλοι, κάθε τάξης, οικονομικής επιφάνειας και μορφώσεως, λιγουρεύονται «κανονικές» διακοπές. Επισκεπτόμενοι, ειδικά κατά τη διάρκεια του θέρους, μέρη της μόδας – εντός και εκτός της χώρας διαμονής τους. Μύκονος, Σαντορίνη, Πάρος και άλλοι απεχθείς μαζικοί προορισμοί γεμίζουν χαρά και προσμονή τους πάντες πλέον – από καθηγητές πανεπιστημίου και υπουργούς μέχρι μαθητές και κομμώτριες...


Αλλά και οι επισκέψεις «στο εξωτερικό» έχουν κερδίσει ξεχωριστή θέση στην καρδιά του κάθε διακοπολάγνου (καλοκαίρι, Πάσχα και Χριστούγεννα). Αν ο τουρίστας δεν επισκεφτεί, κατά τη διάρκεια των διακοπών του, μέρη της μόδας, τι θα έχει να διηγηθεί στους υπολοίπους (επίσης διακοπόφιλους και μανιώδεις διακοπολόγους), άμα τη επιστροφή στην (τετριμμένη) καθημερινότητα; Γιατί το ζήτημα του να έχεις κάτι να διηγηθείς από τις διακοπές μετράει εξ ίσου, ίσως και περισσότερο, από τις διακοπές καθ’ εαυτές. Και πόσο βαρετές αυτές οι διηγήσεις… Tα έχει πει και ο Matthias Debureaux στο έξοχο και ευσύνοπτο βιβλιαράκι του Η Τέχνη του να Γίνεσαι Βαρετός με τις Ταξιδιωτικές σου Αφηγήσεις.Ο καθείς, λοιπόν, θέλει τις διακοπές του, τις «κομπλέ» διακοπές του. Και τις διεκδικεί – ως κάτι το αυτονόητο. Επίσης, επιθυμεί πιεστικά να σου εξιστορήσει τις κοινότοπες εντυπώσεις του. Kόλαση…


Στη χώρα μας, ειδικά το καλοκαίρι, ορδές κατεβαίνουν (ή ανεβαίνουν) τα πλήθη από πρωτεύουσες και επαρχίες για να πάνε στα μεγάλα τουριστικά κέντρα της μόδας. Φοιτητές, κάνοντας το σκατό τους παξιμάδι ή δανειζόμενοι από τους βιοπαλαιστές γονείς τους, μετά το πέρας του ακαδημαϊκού έτους, θα σχεδιάσουν και αυτοί τουρισμό στα περιζήτητα νησιά (εκτός κι αν είναι σανδαλοφόροι με ασιδέρωτα T-shirts, οπότε και προτιμούν τα εναλλακτικά – άλλη κατάθλιψη εκεί…). Πριν λίγα χρόνια, αυτά τα ίδια παιδιά θα επέστρεφαν στα πάτρια εδάφη να βοηθήσουν τους ηλιοκαμένους πατεράδες τους στα χωράφια, τα καφενεία ή τις οικοδομές. Τώρα, όμως, αντί για τα χωράφια, Μύκονος· ή Πάρος Φολέγανδρος, Ίος κλπ. για τους «εναλλακτικούς»)… Χάθηκε, έστω βρε αδελφέ (για να κινηθούμε από βορρά προς νότο), η προσιτή Ασπροβάλτα, τα γραφικά Μεσάγγαλα ή το μαγευτικό Χαλκούτσι;


Έτσι, έχει στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία, η λεγόμενη «βιομηχανία των διακοπών», ενώ η φρικώδης επινόηση του «τουρίστα» έχει βαφτιστεί στα νάματα του mainstream με τόση επιτυχία, ώστε ο απεχθής «τουρισμός» να διδάσκεται, πλέον, ακόμη και στα –εντελώς προσαρμοσμένα στο μέσο γούστο– εκπαιδευτικά ιδρύματα, και μάλιστα ως ξεχωριστό, αυτόνομο «επιστημονικό» αντικείμενο («tourism studies»)!..


Ο τουρισμός (η έννοια μαζικός τουρισμός αποτελεί πλεονασμό ή περιττολογία, αφού ο τουρισμός μόνον ως μαζικός δέον να λογίζεται) έχει καταστρέψει κάθε φυσικός κάλλος, ενώ έχει οδηγήσει σε έναν πρωτοφανή εκχυδαϊσμό στα τοπικά ήθη, λόγω προϊούσας δουλοπρέπειας, καθώς και στην αναπόφευκτη ομοιογενοποίηση γούστων και συμπεριφορών. Τουρισμό κάνουν πλέον και «υπανάπτυκτοι» λαοί – κι ας μην έχουν δεύτερο σώβρακο να φορέσουν. «Λαϊκή κατάκτηση» οι διακοπές – και ποιος μπορεί να πάει κόντρα στις λαϊκές επιθυμίες;..


Αν παρατηρήσει κανείς, δίκην εντομολόγου, τους χώρους μαζικού τουρισμού, θα διαπιστώσει, το δίχως άλλο, ότι προσομοιάζουν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, λόγω της ομοιομορφίας εμφάνισης και συμπεριφορών – τόσο των χώρων όσο και των ανθρώπων. Πόσο μπροστά βρέθηκε ο (εγγλέζος) σκηνοθέτης Ken Annakin, ο οποίος, με την ταινία του Holiday Camp, απεικόνισε, ήδη από το 1947, τους χώρους μαζικών διακοπών σαν χιτλερικά στρατόπεδα…


Τουρισμός λοιπόν… Πώς να αντέξει, όμως, κάθε νουνεχής άνθρωπος αυτές τις ορδές ομοιόμορφα ντυμένων και συμπεριφερόμενων κανιβάλων που γεμίζουν, στο peak των καθορισμένων περιόδων διακοπών, σχεδόν κάθε τοποθεσία, κάνοντας μάλιστα τα ίδια ακριβώς πράγματα τις ίδιες ακριβώς ώρες της ημέρας; Που βηματίζουν, κοιτούν και φωτογραφίζουν ασκόπως;


Που τρώνε και πίνουν αναλωνόμενοι σε ανούσιες και κοινότοπες συζητήσεις; Όλους αυτούς που κατουρούν στη θάλασσα και αφοδεύουν στους τριγύρω χώρους; Εάν επιθυμείς να μετακινηθείς σε περίοδο μαζικών διακοπών, καλύτερα ξέχασέ το. Όπου και να κινηθείς, η φρικαλέα μορφή του τουρίστα-φάντη μπαστούνι θα ξεπροβάλλει απρόσκλητη μπροστά σου. Με τη βοήθεια και των Γκίνηδων, βεβαίως…


Αναπτύξαμε με ενάργεια –θέλουμε να πιστεύουμε– έναν φλογερό προβληματισμό για τη χρησιμότητα και την αισθητική των διακοπών – έναν προβληματισμό που, αντιστικτικώς, μας οδηγεί στην έννοια του «ταξιδιώτη». Εκεί το πράγμα αλλάζει. Και, κυρίως, ξεφεύγει από την επιρροή του Σπύρου Γκίνη. Διότι εδώ, η αυτονομία, η επινοητικότητα, η υψηλή αισθητική παίρνουν τα πρωτεία…


Ο τουρίστας διαφέρει ριζικά από τον ταξιδιώτη, θα μας πει ο μεγάλος Paul Bowles στο Sheltering Sky. Ο τουρίστας έχει στο νου του πάντα την επιστροφή. Είναι δεμένος χειροπόδαρα με τις συνήθειές του, με τον «κανονικό» τρόπο ζωής του. Ο ταξιδιώτης, αντιθέτως, ζει άπληστα το τώρα, ξεχνώντας αυτομάτως ό,τι άφησε πίσω, στον τόπο προέλευσης.


Ο πρώτος είναι αμυντικός και φοβικός. Ο δεύτερος είναι ανοιχτός και τολμηρός. Για να έρθουν και να συμπληρώσουν τον Bowles, με σοφία και παρρησία, οι ημέτεροι Vapsomalliades, λέγοντας ότι στην περίπτωση του ταξιδιώτη το περιττόν αλλά αισθητικά υψηλό κυριαρχεί. O ταξιδιώτης αφήνει ακόμη και στο αμύητο, τουριστικό μάτι, την αισθητική του σφραγίδα. Αντί για τις σαγιονάρες, τα ομοιόμορφα polo shirts και τα παρδαλές βερμούδες, φορά κοστούμι – λινό ή tweed (αναλόγως της εποχής). Ακόμη και όταν η υψηλή θερμοκρασία αναγκάζει τον traveler να φορέσει κάτι πιο ελαφρύ, αυτός –το έχουμε ξαναπεί– προτιμά κάτι σε colonial.


Επίσης μπότες (σε στυλ σαφάρι) ή brogues στα κάτω άκρα. Επιπροσθέτως, όταν επισκέπτεται υπανάπτυκτες κοινωνίες με διάθεση φολκλορικής παρατηρήσεως –πάντοτε ελκύει τον ταξιδευτή το παράδοξο, εξ ου και το διαχρονικά τεράστιο ελληνικό σουξέ– καλόν είναι να κρατά και κάποια ράβδο, ένα μπαστούνι. Θα του χρειαστεί· όχι μόνο για να υποβοηθά την στήριξή του κατά τη διάρκεια της οδοιπορίας, αλλά και για να επιβάλλει, όπου δει, την τάξη σε απειθάρχητους και στενοκέφαλους ιθαγενείς (το μαστίγιο, στους σημερινούς καιρούς χειραφέτησης, θεωρείται μάλλον κάτι το υπερβολικό).


Η γυναίκα traveler (που πρέπει να ταξιδεύει πάντοτε στο πλευρό ενός άνδρα και ποτέ μόνη) ενδυματολογικώς βρίσκεται επίσης σε μονόδρομο: αποκλειστικά floral ή λευκά φορέματα και υποκάμισα με δαντελένια τελειώματα κατά τους θερμούς μήνες, ταγιέρ και κοστούμια κατά τους χειμερινούς. Στα πόδια, κλασσικά υποδήματα με μπαρέτες ή ψηλές δερμάτινες μπότες, όπου οι συνθήκες το απαιτούν. Η προστασία από τον ήλιο δεν χρειάζεται κασκέτα, baseball caps και άλλα φαιδρά τουριστικά αξεσουάρ. Για τον άνδρα ένα trilby, ένα fedora, ένα panama hat ή ένα σαφάρι (pith) helmet κάνει περίφημη δουλειά.


Για τη γυναίκα, ένα ομπρελίνο, ένα parasol, αποτελεί πάντοτε την ενδεδειγμένη λύση. Τα ίδια πάνω-κάτω ισχύουν και για τυχόν παιδιά που μας συνοδεύουν.


Για τις μετακινήσεις μας στους τόπους ταξιδίου, εάν είμαστε ταξιδιώτες και όχι τουρίστες, τίποτε δεν μας υποχρεώνει να κινηθούμε, ανεμπνεύστως, με τα τοπικά μέσα μαζικής μεταφοράς, ούτε με βαρετά μεταφορικά μέσα όπως (συνηθισμένα) αυτοκίνητα ή, πολύ περισσότερο, θορυβώδη μηχανάκια, όπως πράττουν οι κανίβαλοι στα νησιά. Αντιθέτως, μια εμπνευσμένη λύση θα μπορούσε κάλλιστα να είναι οι υποβοηθούμενες χειρήλατες πολυθρόνες (sedan chairs) ή τα περίφημα (και εξαιρετικά άνετα) palanquins...


Όσο για το βοηθητικό προσωπικό που θα αναλάβει τη μεταφορά μας, δεν πρέπει να ανησυχούμε. Θα μπορέσουμε να εντοπίσουμε πολλούς συνανθρώπους μας, γηγενείς, πρόθυμους να αναλάβουν τούτο τον ρόλο – με ένα μικρό χρηματικό αντίτιμο βεβαίως. Επίσης, εάν ταξιδεύουμε σε χώρα στην οποία αδυνατούμε να εξυπηρετηθούμε από τα παραπάνω αναφερόμενα «οχήματα», υπάρχει και μια εκ των ενόντων λύση – πολύ εύχρηστη και προσιτή παρά ταύτα: δένουμε αυτοσχεδίως μια καρέκλα στην πλάτη κάποιου γηγενούς μεταφορέως και καθόμαστε με τρόπο επάνω. Κατόπιν, δίνουμε σήμα στον μεταφορέα να ξεκινήσει την πορεία του, είτε λεκτικώς, εάν είναι σε θέση να καταλάβει τη γλώσσα μας, είτε με ένα ανεπαίσθητο κτύπημα στην πλάτη του ή στο επάνω μέρος της κεφαλής. Για ανθρωπιστικούς και μόνο λόγους, προσοχή εδώ πρέπει να δοθεί ώστε, κατά την άνοδό μας επί της δεμένης στην πλάτη καρέκλας, ο μεταφορεύς να «σπάσει» λιγάκι τα γόνατα, ώστε το βάρος μας να μην προκαλέσει ενδεχομένως ανήκεστον βλάβη στους σπονδύλους του. Εάν, μάλιστα, έχει πιάσει και λίγο κρύο, φροντίζουμε ώστε να τυλιχτούμε με μια ελαφρά κουβέρτα προκειμένου να μην κρυολογήσουμε.


Τέλος, εάν βρεθούμε στα κατάλληλα μέρη, όπως λ.χ. στην Καλκούτα, μπορούμε να επιλέξουμε για τη μεταφορά μας και τα εξαιρετικά εύχρηστα hand-rickshaws. Προτιμούμε, όπως δηλώνει και ο όρος, τα αυθεντικά, που χρειάζονται χέρι, και όχι αυτά με το προσαρτημένο ποδήλατο. Το χειροποίητο έργο είναι πάντοτε ανώτερο…

Μιλώντας για τα ενδεδειγμένα μεταφορικά μέσα του ταξιδιώτη, θα αποφύγουμε ολοσχερώς την αναφορά στο αερόστατο. Πρόκειται περί δύσχρηστου και γραφικού μέσου – αλλά και επικίνδυνου.


Οσάκις, όμως, αποφασίσουμε να οδηγήσουμε, σε αναζήτηση της απόλαυσης που προφέρει η ταχύτητα, κάποιο (πάντα κλασσικό και décapotable) μηχανοκίνητο όχημα, τότε φροντίζουμε ανυπερθέτως την προστασία κεφαλής και οφθαλμών ώστε να προστατευόμαστε από σκόνη, άμμο και άλλα επικίνδυνα και ενοχλητικά σωματίδια που κινούνται με το «έτσι θέλω» στην ατμόσφαιρα. Αυτό είναι, σε γενικές γραμμές, το αισθητικό πλαίσιο αναφοράς του ταξιδιώτη. Για όλα αυτά, όμως, τι να μας πει ο κύριος Γκίνης;


«Κάθε χρόνο περισσότεροι από 700 εκατομμύρια τουρίστες διασχίζουν τον κόσμο. Το 2010 θα έχουν γίνει ένα δισεκατομμύριο αυτοί που θα μας ζαλίζουν με τις ταξιδιωτικές τους αφηγήσεις…» ισχυρίζεται ο ταξιδιωτικός συγγραφεύς Debureaux. Πόσο τρομακτική αλλά και πόσο αναπόφευκτη εξέλιξη, μετά τον εκδημοκρατισμό του «τουρισμού» και την ανοησία που τον συνοδεύει… Ο Σπύρος Γκίνης, ο ταξιδιωτικός πράκτωρ με τα κομοδινί βαμμένα μαλλιά και με την εκνευριστική ομιλία, που όλο διαμαρτύρεται γιατί το κράτος δεν βοηθά τους τουριστικούς πράκτορες και τον τουρισμό, που έχει γίνει ο μαϊντανός των τηλεοπτικών πλατώ, που τα ξέρει όλα και καθ’ έξιν διακόπτει τους συνομιλητές του κάνοντας πως δεν ακούει, που ζηλεύει παθολογικά τον αριστοκρατικής εμφάνισης παλαιό συνάδελφό του Μιχαήλ Γκιόλμαν, φέρει κι αυτός, εντός του ελληνικού πλαισίου, μεγάλη ευθύνη γι’ αυτή τη φρίκη.

/σχετικά άρθρα/
Το σακάκι Norfolk


Καλές (υπόλοιπες) διακοπές.

Thursday, August 19, 2010

Tinto Brass: το βάψιμο ενός γλυκύτατου πορνογράφου

 

«Αίνιγμα το γυναικείο κορμί», θα αποφανθεί ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του «Ελύτης, Μόραλης, Τσαρούχης». Ένα αίνιγμα που επιχείρησε να λύσει, δημιουργώντας σπουδαίες πορνογραφικές κινηματογραφικές εικόνες, ένας συμπαθέστατος μπουλούκος σκηνοθέτης, ο μεγάλος Tinto Brass.


Ο εξ Ιταλίας ορμώμενος σκηνοθέτης ήταν – και, εν πολλοίς, παραμένει – ένας μεγάλος παρεξηγημένος. Το έργο του, ευαίσθητο και ζωντανό, απλό και σύνθετο ταυτοχρόνως, παρεξηγήθηκε από τους περισσότερους· στην αρχή, με τις πρώτες του «καλλιτεχνικές» ταινίες, από το μεγάλο κοινό· εν συνεχεία, με την κατάκτηση της μαζικής αποδοχής, από τους «εστέτ διανοουμένους» - τους αρχικούς του groupies…


Ενστάλαξε πόνο πολύ τούτη η εξέλιξη στην ευαίσθητη καρδιά του ερωτύλου εικονοπλάστη. Και τι μ’αυτό; Εκείνος συνέχιζε να βαδίζει τον δρόμο τον καλό, τον δρόμο τον πορνογραφικό. Ο Tinto Brass αγάπησε παράφορα το θήλυ – ειδικότερα το γυναικείο κορμί. Και το τίμησε όσο λίγοι σε αυτόν τον πλανήτη. Ελάτρεψε, θα λέγαμε, με έναν τρόπο «ιπποτικό» το ασθενές φύλο. Η «μορφή» - η έλξη που ασκείται από την ιδιαιτερότητα της μορφής, για να μπούμε στο κλίμα του Πλατωνικού Φαίδρου – απησχόλησε έντονα τον ερωτομανή εικονοκλάστη του σινεμά. Από πολύ νέος, λοιπόν κατέστησε τη Γυναίκα επίκεντρο της προσοχής του.


Ποια γυναίκα όμως; Ο μεγάλος ιταλός πορνογράφος των εικόνων ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για τη σύγχρονη γυναίκα της μόδας – τη «χειραφετημένη» γυναίκα της καριέρας, των γραφείων και των ωραρίων. Ούτε στιγμή δεν δελεάστηκε από την άνυδρη και μαραμένη γυναίκα του political correctness και των gender studies. Ανεζήτησε και λάτρεψε τη Γυναίκα στην αγνή, αυθεντική, προ-πτωτική μορφή της· τη γυναίκα που αναζητούσε παθιασμένα, αλλά και προσέφερε απλόχερα, τον σωματικό έρωτα και την απόλαυση· τη γυναίκα γυμνή, δοτική, θελκτική· τη γήινη γυναίκα· τη γυναίκα που γεύεται χωρίς τύψεις τη χαρά του έρωτα – ενός έρωτα σωματικού και αυθεντικού, χωρίς τις συνήθεις συναισθηματικές φιοριτούρες που αποτελούν τα παραφερνάλια της ηθικολογίας. Αυτή είναι η Γυναίκα με το Γάμα (γάμα!..) κεφαλαίο για τον μεγάλο πορνογραφικό σκηνοθέτη – και τη δείχνει στις ταινίες του χωρίς περιττούς δισταγμούς και κομπιάσματα.


Ο Tinto Brass ουδέποτε υπήρξε απλοϊκός, όπως θέλουν να τον παρουσιάσουν διάφορες υστερικές, νευρασθενικές φεμινίστριες (πληροφορίες φέρουν την άλλοτε ηγετική μορφή του καθ’ ημάς φεμινισμού-σουφραζετισμού και της σοσιαλιστικής ΕΓΕΣ, Καλλιόπη Μπουρδάρα, διακοσίων περίπου κιλών στο βάρος, να επιθυμούσε να παραδώσει στην πυρά, σε δημόσια τελετή, τα αρνητικά των ανεβαστικών ταινιών του Brass. Οι ταινίες αυτές, όμως, δεν ήταν σουτιέν για να καούν…).


Αντιθέτως, οι ταινίες του, εξόν του πορνογραφικού στοιχείου, είχαν και βάθος πολύ. Όχι μόνον πορνογραφικός ερωτισμός, αλλά και ζήλια, πόθος, διεκδίκηση, αποτυχία, τρέλα αποτελούν τα συστατικά του Brassικού κόσμου – τα στοιχεία της πραγματικής ζωής εν τέλει, τα οποία προσέγγιζε με κατανόηση και μπόλικο χιούμορ ο ταλαντούχος και οξυνούστατος καλλιτέχνης. Επιπλέον, κατενόησε την ψυχανάλυση «λίαν δυνατά», όσο ολίγοι (και πάντως πολύ περισσότερο από κάποιους «πουρίστες» γραφικούς γαλλοτραφείς, όπως λ.χ. ο δικός μας, ο «λακανικός» Δημήτρις Βεργέτις – ναι, δεν είναι λάθος, το Δημήτρις με ιώτα, όπως το γράφει ο ίδιος ο ψυχαναλυτής Δημήτρις…). Εξ ου και οι άφθονοι «ελεύθεροι συνειρμοί» που χρησιμοποίησε αφειδώς στις ταινίες του ο πρωτοποριακός σκηνοθέτης του έρωτα.


Τα αριστουργήματα του πρωτομάστορα του ερωτισμού Tinto Brass (εκ των οποίων το πιο γνωστό υπήρξε ο «Καλιγούλας», που όμως, λόγω αυθαίρετων παρεμβάσεων στο μοντάζ του παραγωγού Bob Guccione, απεκήρυξε εν τέλει ο σκηνοθέτης) δεν θριάμβευσαν μόνο στο εξωτερικό, αλλά και στην ημεδαπή. Την εποχή, δε, που στη χώρα μας ήταν εξαιρετικά δυσχερής, για αντικειμενικούς λόγους, η απόλαυση της πορνογραφίας οίκαδε, οι σινεμάδες Αθήνας και επαρχίας κλατάριζαν από το διψασμένο για ερωτικό θέαμα ελληνικό κοινό. Ο ηθοποιός, μάλιστα, Σ.Μ. μας περιέγραψε πώς, την δεκαετία του ’80, στο REX της Πανεπιστημίου (προτού ο Μαρασούλης το καταστήσει άντρο ελαφρολαϊκών καλλιτεχνικών θεαμάτων), είχε απολαύσει, και με το παραπάνω, την έξοχη ταινία του Tinto Brass, «Το Κλειδί» (και δική μας αγαπημένη ταινία, με την σούπερ ερωτική και χυμώδη Stefania Sandrelli – και όχι «σαμπρέλι», σαν κάποιες φεμινίστριες – στον πρωταγωνιστικό ρόλο). Είχε, δε, δημιουργήσει στον εκλεκτό ηθοποιό μας τέτοια απόλαυση το λαχταριστό οφθαλμόλουτρο εκείνο το απόγευμα, ώστε, μέσω παλινδρομικών κινήσεων και δια της τριβής, ρεύσις παχυρρεύστου γαλακτώδους υγρού κηλίδωσε – ελπίζουμε όχι ανεπανόρθωτα – την πλάτη του μπροστινού καφέ καθίσματος… Πόσο θα απελάμβανε την εικόνα αυτή ο ίδιος ο σκηνοθέτης, που παρήγαγε πραγματική τέχνη με στόχο τις ρεύσεις και τις εκκρίσεις…


Ο ερωτύλος αυτός παππούς της πορνογραφίας, ο ρέκτης των αδένων και των εκκρίσεων, υπήρξε κατά βάσιν ένας λαϊκός καλλιτέχνης (με την ορθή, αυθεντική έννοια του όρου). Δεν επιθύμησε άλλο τι παρά, μέσω της απεικονίσεως και αποθεώσεως του γυναικείου κορμιού και της ερωτοπραξίας, την προσφορά ανυπολόγιστης χαράς και αγαλλίασης στον κοσμάκη, επικεντρώνοντας σε γάμπες, στήθη, αιδοία και οπίσθια, σε γυναίκες γήινες και θελκτικές, σε γυναίκες καλοφτιαγμένες και καλαφατισμένες.


Ο Tinto Brass αγάπησε παράφορα τη γυναίκα – με τον τρόπο τον ενδεδειγμένο, με τον τρόπο τον σωστό. Αλλά, μέσα από τη γυναίκα, αγάπησε τη ζωή στο σύνολό της. Έτσι, ο ερωτικός σκηνοθέτης ερωτοτροπεί, τρώει, πίνει και καπνίζει (πούρα, αλλά όχι με το στυλ των γνωστών τζιτζιφιόγκων του σήμερα) κατά βούληση, εκνευρίζοντας, μέχρι αποπληξίας, τους (και τις) φρουρούς της ηθικής, του φεμινισμού και του υγιεινισμού – των εκπροσώπων του ολοκληρωτισμού της εποχής.


Η «προγαστορική» και λίαν συμπαθής φιγούρα του γλυκυτάτου αυτού παππούλη συμπληρώνεται και από τα βαμμένα μαλλιά. Μπορείς, όμως, να είσαι αυστηρός για το θέμα αυτό απέναντι σε έναν τέτοιο γιγαντιαίο άνθρωπο και καλλιτέχνη, με τέτοια απροσμέτρητη προσφορά σε τέχνη και ζωή – απέναντι σε έναν τόσο σπουδαίο άνθρωπο, που ευθύνεται για την έκκριση τόσων τόνων κολλώδους υπόλευκου υγρού σε ολάκερο τον πλανήτη;