Sunday, October 20, 2013

Σώτη Τριανταφύλλου: «Η “Κίνηση των 58” κάτι σημαντικό θα φέρει, θα δεις!»



Η «Κίνηση των 58». Επιτέλους, αυτό που όλοι περιμέναμε· με κομμένη την ανάσα. Η «Κίνηση των 59» που ήλθε, σαν μάννα εξ ουρανού, να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της πολιτικής μας ζωής. Με τρόπο σύγχρονο, παρεμβατικό – με τρόπο δημοκρατικό. Η Σώτη Τριανταφύλλου, συγγραφέας, αποτελεί έναν από τους  ρούκουνες ετούτης της σημαντικής προσπάθειας. Κανέναν δεν εξέπληξε η συγκεκριμένη, οπωσδήποτε βαρύνουσα, εξέλιξη. Γιατί η ευαισθητοποιημένη συγγραφέας, εδώ και κάμποσο καιρό, παρεμβαίνει δυναμικά (και κυρίως ουσιαστικά) στα πολιτικά μας πράγματα, με πρωτοβουλίες, συμμετοχές, μπροσούρες, ομιλίες, αρθρογραφίες, συνεντεύξεις κατά τρόπο «αιρετικό» (δηλ. εντελώς συμβατικό). Πώς βλέπει την περίφημη «Κίνηση των 58»; Τι το σημαντικό «κομίζουν» – όπως λένε και οι διανοούμενοι – αυτοί οι 59; Γιατί οι 58 δικαιούνται να απευθύνονται στην κοινωνία ως καθοδηγητές; Σε τι, τελικά, αποβλέπουν οι 59; Γιατί είναι 59 αφού είναι 58; Γιατί είναι 58 αφού είναι 59; Η Σώτη Τριανταφύλλου απαντά,  με το άρθρο της, κάτι σαν αυτοβιογραφικό ημερολόγιο, σε όλα ετούτα τα σημαντικά ερωτήματα, και σε πολλά άλλα ακόμη, εξίσου ή και ακόμη περισσότερο σημαντικά. Απαντά λογοτεχνικά. Σχεδόν χωρίς τελείες· με πολλές άνω τελείες. Κι αν ετούτη η σημαντική εξομολόγηση (όπως, άλλωστε, και το αυτοβιογραφικό της πόνημα «Ο Χρόνος Πάλι») θα θυμίσει σε κάποιους (σε ποιους; σε πόσους;), μορφολογικά / υφολογικά, το Montauk του Max Frisch, αυτό ας θεωρηθεί ως απλή σύμπτωση. Στους περισσότερους, άλλωστε, δεν θα θυμίσει τίποτε άλλο, παρεκτός τη μία και μοναδική Σώτη Τριανταφύλλου – τη συγγραφέα και πολιτική ακτιβίστρια με τις σημαντικές και πρωτότυπες απόψεις που όλοι θαυμάζουμε. «Κίνηση των 59» και Σώτη Τριανταφύλλου. Επιτέλους. Υπάρχει ελπίς.

 

Το τηλεφώνημα
Βρίσκομαι στο πνιγηρό δωμάτιο ενός μοτέλ έξω από τα όρια της Ιντιάνα· ο αέρας λες και έχει βάλει στόχο να ξεκολλήσει τα ετοιμόρροπα παντζούρια· κλεισμένη μέσα εδώ και δύο βδομάδες· δεν θέλω να πάω πουθενά· μόνο να διαβάζω· είμαι κουλουριασμένη επάνω στο κρεβάτι με τα πόδια μαζεμένα στα αριστερά μου· πίνω μπύρα, ράθυμα, και διαβάζω Λόουρυ· «Κάτω από το ηφαίστειο»· χτυπάει το κινητό· είναι ο Μάνος Ματσαγγάνης· «ναι», μου λέει, «θα είμαι και εγώ στην “Κίνηση των 58”»· ευτυχώς!· ποντάρω πολλά στον Ματσαγγάνη· το ίδιο και η χώρα· είναι σπουδαίο μυαλό ο Ματσαγγάνης· με πολλές και καλές ιδέες· μου έρχεται να κλάψω· από χαρά· η Κίνηση θα πάει καλά με την προσθήκη του Μάνου· είμαι σίγουρη· ανοίγω ένα ακόμη κουτάκι μπύρα και το κατεβάζω μονορούφι· είμαι, για πρώτη φορά εδώ και καιρό, αισιόδοξη· μου έρχεται να γελάσω· όποιος γελάει δεν έχει μάθει ακόμα την φριχτή είδηση· προσέχω λοιπόν και παραμένω βλοσυρή· με το βλέμμα χαμηλά· όπως πάντα· ψυχική κατάσταση καλή· συμπεριφορά διόλου κατατονική· τα νεύρα μου είναι εντάξει· «μπαμπά, μαμά, ΣΑΣ ΜΙΣΩ!»· «μόνο την “Κίνηση των 59” και τη σοσιαλδημοκρατία αγαπώ» θέλω να ουρλιάξω· και ανοίγω άλλη μια μπύρα.


On the road
Παρότι σιχαίνομαι τις εξομολογήσεις, βρίσκομαι μέσα σε ένα αυτοκίνητο που αγόρασα για μόλις 500 δολάρια από έναν μελαμψό μονόχειρα από το Τεννεσσί που φορούσε δερμάτινο eye patch· το αριστερό του μάτι βγαλμένο και το δεξί του χέρι κομμένο, μάλλον από την Κου Κλουξ Κλαν· μου ήρθε να ουρλιάξω· αλλά συνεχίζω να οδηγώ· το αυτοκίνητό μου είναι μια σαραβαλιασμένη Μάστανγκ που παρόλα αυτά καταπίνει φιλότιμα τα χιλιόμετρα· προορισμός μου το Ντιτρόιτ για να δω μια σούπερ σπάνια άγνωστη μπάντα από τη Σενεγάλη· ροκ φυσικά· όσο η  Μάστανγκ αγκομαχά, τόσο εγώ οδηγώ φρενιασμένα σαν να μην υπάρχει αύριο· σαν ένα είδος μεσμερισμού· οδηγώ με το δεξί πόδι στο γκάζι και το αριστερό διπλωμένο στο κάθισμα· πίνω χλιαρή μπύρα· με σταματάνε οι μπάτσοι· «είμαι η Σώτη Τριανταφύλλου της “Κίνησης των 57”!» ουρλιάζω, και αμέσως, έντρομοι, με αφήνουν να συνεχίσω· που να με πάρει, θέλω να ξεφύγω από όλους κι από όλα· από το μικροαστικό βόλεμα· από την εξουσία· από τη θρησκεία· από τη διαλυμένη οικογένεια· «βλαπτική οικογένεια, κακή οικογένεια» που λέει και ο Ντμίτρι Κοζακίεβιτς στο «Παρανάλωμα μια ψυχής»· δε θέλω να σκέφτομαι τίποτα· ίσως μόνο την «Κίνηση των 58»· η σοσιαλδημοκρατία και ο φιλελευθερισμός ως ανάχωμα στον ολοκληρωτισμό· «η Κίνηση κάτι σημαντικό θα φέρει, θα δεις», λέω καθησυχαστικά στον εαυτό μου.


Παρίσι
Παρίσι, Παρισάκι· βγαίνω από το μπαλκόνι του διαμερίσματός μου και κοιτάζω κάτω, έτσι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο· παρατηρώ τους πάντες και τα πάντα· ένα είδος μεσμερισμού· χτυπάει το τηλέφωνο· είναι (πάλι) ο Ματσαγγάνης· «η “Κίνηση των 59” θα πάει καλά», μου λέει· το πιστεύω· το ελπίζω· το έχει ανάγκη η χώρα· θυμάμαι έναν σπουδαίο φιλόσοφο και φίλο, το Νίκο Δήμου, να λέει, κάποιο βράδυ, φορώντας ένα μπεζ γιλέκο: «η Δυστυχία του να είσαι Έλληνας!»· μεγάλη κουβέντα· Έλληνας: αρνητικά συναισθήματα κατευθείαν στο spleen· ποντάρω πολλά στην «Κίνηση των 58» για να αλλάξει επιτέλους κάτι σε αυτή τη χώρα· θυμάμαι μια φράση του Τζώρτζη Παγουλάτου (που συμμετέχει κι αυτός στην «Κίνηση των 57»): «Πρέπει να πάμε μπροστά»· ή κάπως έτσι· παίρνω βαθιές ανάσες ανακούφισης και συμφωνώ· ανοίγω μια μπίρα και ανάβω τσιγάρο.


Μέμφις
Με ένα σαραβαλιασμένο σεντάν που έχω κλέψει φτάνω στο Μέμφις· μόνο και μόνο για να νιώσω το «Memphis, I left my heart in Memphis» που τραγουδούσε, με εκείνον τον μοναδικό του τρόπο, σπαραχτικά, ο Eugene Logan· ροκ συναισθήματα κατευθείαν στο spleen· πίνω μπίρες, πολλές μπίρες σε ένα υπόγειο κλαμπ· και καπνίζω· βγαίνοντας από το κλαμπ, το ξημέρωμα, πέφτω σε κάτι κουμάσια με μαχαίρια· στις μπλούζες τους στάμπες «white power»· έχουν βάλει στο μάτι ένα Μαροκινό· «fuck off mother fuckers!», ουρλιάζω· τρέπονται σε φυγή· μεγάλη περιπέτεια· δεν επαρκούν ούτε πεντακόσιες σελίδες για να εξιστορήσω τις στιγμές που πέρασα έξω από το υπόγειο κλαμπ του Μέμφις εκείνο το ξημέρωμα· ίσως να τα γράψω κάποτε σε ένα βιβλίο· σημαντικό βιβλίο· συμβαίνουν τέτοια περίεργα στους συγγραφείς· ειδικά στους κοσμοπολίτες συγγραφείς που ταξιδεύουν πολύ, όπως εγώ· που έχουν διανύσει εκατοντάδες χιλιάδες μίλια, εκατομμύρια μίλια, σε σκοτεινά δρομάκια, σε τροπικά δάση, σε λεωφόρους, σε άνυδρες σαβάνες, από το Ταλλαχάσσι μέχρι το Νταρ ες Σαλάμ· living dangerously· μπαίνω στο ετοιμόρροπο σεντάν με άγνωστο προορισμό· το μυαλό μου πηγαίνει στην «Κίνηση των 59»· τι να σκέφτεται άραγε ο Νίκος Μπίστης; θα γίνει γρήγορα η μεταρρύθμιση; και ο Ματσαγγάνης; τι να λέει τώρα ο Ματσαγγάνης; Ρουφάω άλλη μια γουλιά από την μπίρα μου και χτυπάω ρυθμικά τα δάχτυλα πάνω στο τιμόνι στο ρυθμό της μουσικής (Belle and Sebastian, «The boy with the arab strap»)· ξαφνικά σκέφτομαι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, τον φίλο μου, τον Χρήστο Χωμενίδη· μου έρχεται να ουρλιάξω.

 

Πιτσιμπούργκο
Έχω φτάσει με ένα σαραβαλιασμένο βανάκι στο Πίτσμπεργκ· Πιτσιμπούργκο, όπως το λέω εγώ· συγγραφική αδεία· έχω γράψει και ολόκληρο βιβλίο με αυτόν τον τίτλο· σημαντικό βιβλίο· είμαι συγγραφέας· και ως συγγραφέας μπορώ να λέω ό,τι θέλω· και όπως το θέλω· ο συγγραφέας είναι ο φανοστάτης της γλωσσικής επινόησης, όπως ο λέει στο δοκίμιό του για τη τέχνη της γραφής ο Ρομάν Βαμβακίεβιτς· Πιτσιμπούργκο, λοιπόν· κάθομαι μέσα στο πνιγηρό δωμάτιο ενός μοτέλ και πίνω μπίρες· βγαίνω μόνο για να αγοράσω ντόνατς από ένα κορίτσι που δείχνει καταπιεσμένο αλλά με όνειρα· «φτωχή Μάργκο», της λέω· «δεν με λένε Μάργκο», μου λέει γελώντας· όποιος γελάει δεν έχει μάθει ακόμα την φριχτή είδηση· επιστρέφω στο μοτέλ και τρώω τα ντόνατς· σιχαίνομαι τις προσωπικές εκμυστηρεύσεις, το έχω ξαναπεί αυτό, αλλά πρέπει να αποκαλύψω ότι μου αρέσουν τα ντόνατς· όλα τα ντόνατς· με κρέμα, με σοκολάτα, με κεράσι, πασπαλισμένα με ζάχαρη ή ακόμα και σκέτα· σκέφτομαι ότι στη βουλή, αν μπούμε ως «Κίνηση των 58», σερβίρουν, αντί για ντόνατς, σουσαμένιο κουλούρι με τυρί και μου έρχεται να κλάψω· μου έρχεται να ουρλιάξω.

 

Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης
Σάββατο βράδυ στην άκρη του Λονγκ Άιλαντ· έμμεση αναφορά στον Μαξ Φρις και το «Μόντοκ»· που να με πάρει, απλώς τον έχω μεταφράσει· είναι ψέμα ότι τον έχω αντιγράψει· κάθομαι μόνη, κουλουριασμένη σε ένα παγκάκι με τα πόδια μαζεμένα στα δεξιά μου· πίνω μπίρα, καπνίζω και κοιτάζω· σχολιάζω τον κόσμο· τα ρούχα τους, τα μαλλιά τους· ξαφνικά σκέφτομαι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ότι ο Ματσαγγάνης δεν έχει μαλλιά· «έχει όμως γνώση και διάθεση για προσφορά», μονολογώ· παρακολουθώ προσεκτικά την κάθε κίνηση, την κάθε συμπεριφορά· κόσμος συντηρητικός· τακτοποιημένος· έμφοβος· «δεν υπάρχει θεός!» μού έρχεται να ουρλιάξω· «μόνο η “Κίνηση των ’58”»· «η “Κίνηση των 59” και η αγάπη· «Only love can fill» που τραγουδάνε και οι Grateful Dead στο «Comes a time»· ή «η αγάπη, μόνο η αγάπη» όπως έχει γράψει ο Ζαν Κλοντ Μονγκολφιέ· οι γύρω μου με κοιτάζουν καχύποπτα· που να με πάρει, μου έρχεται να κλάψω· ανάβω τσιγάρο· και κατεβάζω άλλη μια γουλιά μπίρα· όλα είναι δυνατά· αρκεί να υπάρχει φιλία και αγάπη.
  
 

Ανήσυχες μέρες στο Κλισύ
«Δεν είμαι καταθλιπτική, δεν είμαι καταθλιπτική, δεν είμαι καταθλιπτική!»· το λέω ρυθμικά, επαναληπτικά, καθώς περπατώ με τις ώρες, φορώντας τις ψηλοτάκουνες γόβες που δεν αποχωρίζομαι ποτέ, πάνω κάτω, στην πλατεία Κλισύ· αναζητώ την ελευθερία μέσα από το tourbillon de la vie· περνώ μπροστά από ένα καφέ· με κοιτάνε· if looks were knives I would be dead· νομίζουν ότι παραμιλάω· άνθρωποι συντηρητικοί, συμβιβασμένοι, τακτοποιημένοι· έμφοβοι· μου έρχεται να βάλω βόμβα στο καφέ και να ουρλιάξω· σκέφτομαι όμως ότι είμαι μετριοπαθής, σοσιαλδημοκράτισσα και φιλελεύθερη, μέλος της «Κίνησης των 59», και, που να με πάρει, συγκρατιέμαι· σκέφτομαι ότι οι διέξοδοι από μια ζωή που δεν σε ευχαριστεί είναι αποκλειστικά η ευθανασία και η αυτοκτονία… Τώρα πια και η «Κίνηση των 58».


Κι αν είμαι ροκ
Κάποιοι με λένε ροκ συγγραφέα· εγώ – αν και δεν μου αρέσει να περιαυτολογώ – λέω ότι είμαι απλά μια καλή συγγραφέας· θυμάμαι τη φράση «Ο συγγραφέας ή είναι ή δεν είναι»· ήταν τον Χόλντερστεν; ή μήπως του Λαμπουαζιέ; Γράφω εκκινούμενη πάντα από το συναίσθημα· τα συναισθήματά μου καταλήγουν στο spleen· έχω τα ακουστικά στα αυτιά μου· ακούω – τι άλλο… – ροκ· The Jesus and Mary Chain, the Pixies, Grateful Dead· «το ροκ εκπροσωπείται στην “Κίνηση των 58” με τον Νίκο Πορτοκάλογλου», σκέφτομαι και ηρεμώ· καθώς περπατώ, χορεύω στον ρυθμό· με κοιτούν αλλά αδιαφορώ· οι βολεμένοι, οι τακτοποιημένοι δεν μπορούν να καταλάβουν ότι τα καλύτερα παιδιά, οι ανένταχτοι, οι επαναστάτες, είτε πέθαναν, είτε τρελάθηκαν, είτε κλείστηκαν σε κέντρα αποτοξίνωσης· μερικοί μόνο έμειναν ζωντανοί και ελεύθεροι· να ακούνε ροκ από τα ακουστικά και να χορεύουν στο δρόμο.  


The meaning of life
Γεννήθηκα το ’57· ένα χρόνο πριν το ’58·  και δύο πριν το ’59· η «Κίνηση των 58»· η «Κίνηση των 59»· διόλου συμπτωματικό· κάτι σαν μεσμερισμός· ερώτημα: που να με πάρει, γιατί είμαι έμφοβη απέναντι στο joie de vivre; Γιατί; «Να ζήσουμε· αυτό που μετρά είναι να ζήσουμε», όπως είπε και ο Αλαίν Ραμπουιγιέ· το άλλο μόνιμο ερώτημα: πού να μας περιμένει άραγε η ευτυχία; Στο πνιγηρό δωμάτιο κάποιου μοτέλ στο Όρεγκον; Στις αέναες περιπλανήσεις του Ντέιβιντ Λοκ στο «Επάγγελμα Ρεπόρτερ»; Σε μια συναυλία των ZZ Top; Σε ένα κουτάκι μπίρα και ένα τσιγάρο; Ή μήπως, απλά, πολύ απλά, στην «Κίνηση των 58»;


Χρυσή Αυγή
Θυμάμαι ένα δοκίμιο του Τεοφίλ Ζουρντάν που λέει κάπου ότι «μετά τη νύχτα έρχεται η αυγή»· αυγή· συνειρμικά το μυαλό μου πηγαίνει στη Χρυσή Αυγή· «fuck off mother fuckers!», μου έρχεται να ουρλιάξω· κάτι πρέπει να γίνει· γι’ αυτό συμμετέχω στην «Κίνηση των 58»· σκέφτομαι την κατάσταση και μου έρχεται να κλάψω· ποτέ δεν κατάλαβα γιατί κάποιοι γελάνε· το γέλιο, στις σημερινές συνθήκες, ισοδυναμεί με συνενοχή· με νερό στο μύλο του φασισμού· ή και με βλακεία· όποιος γελάει δεν έχει μάθει ακόμα την φριχτή είδηση· γι’ αυτό και εγώ δεν γελάω ποτέ· ΠΟΤΕ!


Αύριο θα είναι αργά
Παρίσι, Παρισάκι· φορώντας τις ψηλοτάκουνες γόβες μου που δεν αποχωρίζομαι ποτέ, περπατώ προς την πλατεία Κλισύ· «Hey you!», φωνάζω ξαφνικά στον άντρα με τα καφέ ρούχα και την φαλάκρα· γυρίζει· είναι πράγματι ο Ματσαγγάνης· «Μάνο, τι νέα από την “Κίνηση των 59”;», ρωτάω· «δεν με λένε Μάνο», μου λέει και φεύγει σαν φοβισμένος· πρέπει να έχω πιει και καπνίσει πολύ· συνεχίζω να περπατώ όλο και πιο γρήγορα· για έναν ακαθόριστο λόγο σκέφτομαι την Αθηνά Δρέττα, την οδοντογιατρό, της «Κίνησης των 58», που εμφανισιακά – και όχι μόνο – μού μοιάζει· μου αρέσει η Αθηνά· είναι σαν και εμένα, τολμηρή και άφοβη, σαν juvenile delinquent, που λέμε και στο Μανχάτταν· σαν cocotte της Μονμάρτρ, που λέμε και στο Παρίσι· μπορεί να προσφέρει πολλά στην Κίνηση· «its the singer, not the song», σκέφτομαι· η Αθηνά με παραπέμπει στην θελκτική και πολιτικοποιημένη Ντάνα στο «Τώρα, γιατί αύριο θα είναι αργά» του Μίροσλαβ Μπιφτεκίεβιτς. Σκέφτομαι ότι ο τίτλος  αυτού του φιλμ ταιριάζει γάντι και στην «Κίνηση των 59».


Identity crisis
«Ποια είμαι τελικά;», αναρωτιέμαι πίσω στην Αθήνα· θυμάμαι συνειρμικά μια σημαντική φράση του Γιάννη Μπέζου (που συμμετέχει και αυτός στην «Κίνηση των 159»): «ο καθένας είναι αυτό που είναι»· το σκέφτομαι ξανά και ξανά· «Σώτη, είσαι μια μεγάλη συγγραφέας!», μου λέει ξαφνικά ο Νίκος Δήμου, φορώντας ένα καταπληκτικό γιλέκο· «κι εσύ, Νίκο, είσαι ένας μεγάλος φιλόσοφος!», του λέω με τη σειρά μου· «ο αιώνιος φθόνος απέναντι στους ικανούς – είμαστε και οι δύο πολύ μεγάλοι, γι’ αυτό μας ζηλεύουν», μου ξαναλέει· «η δυστυχία του να είσαι Έλληνας!», λέμε και οι δύο ταυτόχρονα, με μια φωνή.

Σώτη Τριανταφύλλου
Παρίσι, Ιντιάνα, Λονγκ Άιλαντ, Μέμφις, Ντιτρόιτ, Πιτσιμπούργκο Οκτώβριος 2013

Monday, May 6, 2013

Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης: «Έσφιξαν οι ζέστες. Εμπρός για Μύκονο!»




Σε τούτη την ευλογημένη χώρα το καλοκαίρι μπαίνει ενωρίς – είναι γνωστό αυτό. Ένας από τους (πολλούς) καταγεγραμμένους λόγους για τους οποίους μας ζηλεύουν σε ολόκληρη την πλάση· και εξυφαίνουν τις γνωστές συνομωσίες ενάντια στο Γένος των Ελλήνων.



Ο Μίλκος Βαρβιτσιώτης, σοβαρός, βαθύς κι αγέρωχος τον υπόλοιπο χρόνο, με το που σφίγγουν οι ζέστες και το καλοκαίρι μπαίνει γοργά, γίνεται άλλος άνθρωπος. Μια ορισμένη ελαφρότητα, μια κάποια ανεμελιά έρχεται να χαϊδέψει τρυφερά τον άνδρα· βγάζοντας από μέσα του τον διονυσιακό Μιλτιάδη, τον Μιλτιάδη του ήλιου και της θάλασσας, τον Μιλτιάδη της γλυκιάς ραστώνης. Δεν ήταν, λοιπόν, δύσκολο να πάρει την μεγάλη απόφαση. «Ανεβαίνει η θερμοκρασία, η Ελλάδα ετοιμάζεται να μας προσφέρει τους χυμούς της, υπουργός δεν βλέπω να γίνομαι (έχει και η κατάντια τα όριά της), επομένως μάσκες, βατραχοπέδιλα, πετσέτες, αντηλιακά και βουρ για Μύκονο!», αναφώνησε με ενθουσιασμό ο ταλαιπωρημένος από έναν βαρύ πολιτικά χειμώνα Μίλκος. «Α!, να μην ξεχάσω και το ψαροντούφεκο του μπαμπά!», υπενθύμισε φωναχτά στον εαυτό του. «Το τυχερό ψαροντούφεκο των Βαρβιτσιώτηδων! Ήταν δεινός ψαροντουφεκάς ο μπαμπάς! Μπορεί να μην έπιανε πολλά ψάρια, αλλά ήταν καλός βουτηχτής!», επεσήμανε με υπερηφάνεια o Μιλτιάδης. «Τώρα βέβαια πάει το ψάρεμα με ψαροντούφεκο. Είναι και μεγάλος, έχει παχύνει και πολύ βλέπεις…».

 

Μύκονος, λοιπόν. Γιατί όχι; Με την απόφαση αυτή έδειχνε να συμφωνεί και ο Άγης ο ΟΝΝΕΔίτης, το δεξί χέρι του Μίλκου, το μάτι και το αυτί του στη νεολαία του κόμματος. «Να πας στη Μύκονο, Μίλτο. Είναι πολύ καλή ιδέα. Θα περάσεις έτσι και το μήνυμα ότι η ζωή συνεχίζεται. Ότι τον Έλληνα οι οικονομικές δυσκολίες δεν τον πτοούν». «Μη νομίζεις ότι δεν το έλαβα και αυτό υπόψιν. Οι αποφάσεις μου – εσύ το ξέρεις – είναι πάντα πολιτικές!», απάντησε ο Μιλτιάδης. Για να προσθέσει: «Η χώρα βρίσκεται σε μια δύσκολη καμπή. Αλίμονο, όμως, αν δείξουμε ηττοπάθεια, αν επιτρέψουμε στα προβλήματα να μας καταβάλουν. Αν το κάνουμε αυτό, καήκαμε. Χρειάζεται αισιοδοξία. Να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας εν όψει ενός ακόμα δύσκολου χειμώνα».


Δεν ήταν άσκημη η ιδέα ετούτη. Είχε μυαλό ο Μιλτιάδης. Πολύ μυαλό. Άτυχο παιδί, όμως. Τόσα χρόνια στην πολιτική και για το μόνο (εκτός από τις ανταύγειες) που μπορείς να τον θυμάσαι είναι η περίφημη εκείνη δήλωση ότι ο καθένας μπορεί να κάψει μια σημαία. Κάτι δηλ. προσπάθησε να πει, να δείξει και λιγάκι φιλελεύθερος, το ’φερε από δω, το ’φερε από κει, αλλά μπερδεύτηκε, δεν τα κατάφερε. Τι να κάνουμε, συμβαίνει… Κάποιοι, βέβαια, λένε ότι ευθύς εξαρχής το παιδί δεν έκανε για την πολιτική. Του άρεσε η μόνιμη ανάπαυλα, η γλυκιά ζωή, οι γήινες απολαύσεις. Όσο, όμως, κι αν επέμενε η μαμά Σόφη ότι η πολιτική δεν ταίριαζε στον Μιλτιάδη, ότι έπρεπε να ασχοληθεί με κάτι πιο ανέμελο και, κυρίως, να παντρευτεί, να νοικοκυρευτεί, τόσο ο μπαμπάς κυρ-Γιάννης ήταν βράχος. Το όνομα Βαρβιτσιώτη, το σημαντικό αυτό όνομα που έγραψε χιλιόμετρα στην υπηρεσία του τόπου, έπρεπε να διαιωνιστεί στην κονίστρα την πολιτική. Τον ρεαλιστή Θωμά, δυστυχώς, τον κέρδισαν οι επιχειρήσεις· τον ευαίσθητο Κωνσταντίνο, τα παρακαλλιτεχνικά· και τη μικρή Ελένη, η δημοσιογραφία, με μια λαμπρή πράγματι καριέρα να χτίζεται (αργά, πολύ αργά, αλλά σταθερά) μέσα από το επιτελείο των περίφημων Νέων Φακέλων. Στον Μίλκο, λοιπόν, έλαχε ο κλήρος, στον Μιλτιάδη έπεφτε το βαρύ φορτίο, της συνέχισης μιας ένδοξης πολιτικής παράδοσης, τετιμημένης από Λαό και Ιστορία.


«Χρειάζομαι και καινούργιο μαγιό!», είπε, σαν από έκλαμψη, ο Μιλτιάδης. Αλλά ο Άγης είχε και γι’ αυτό τη λύση. «Τα πουλόβερ στην πλάτη θα φορεθούν και φέτος, Μίλτο. Το ίδιο τα πόλο και οι βερμούδες. Στα μαγιό, όμως, θα λανσαριστεί κάτι νέο». Του έδειξε, μεμιάς, τη φωτογραφία από ένα περιοδικό μόδας. «Ορίστε! Δες το. Αυτό θα φορεθεί απ’ όλη την ΟΝΝΕΔ φέτος του καλοκαίρι!».


Ο Μίλκος το κοίταξε με έκπληξη. Του άρεσε – ασυζητητί· αλλά διατηρούσε και τις επιφυλάξεις του. «Βρε Άγη, μήπως είναι κάπως υπερβολικό;» διερωτήθηκε. «Είμαι και βουλευτής, που να πάρει…». «Μια χαρά είναι. Μπορούμε να το παραγγείλουμε τώρα και αύριο να το ’χεις», απάντησε ο πιστός συνεργάτης. Ο Μιλτιάδης έδειξε δύσπιστος. Καλά για τα άλλα παιδιά της ΟΝΝΕΔ, αλλά μήπως ήταν λιγάκι τολμηρό για τον ίδιο; Στο κάτω-κάτω ήταν και βουλευτής. Και, όπως και να ’χει, το να είσαι εκπρόσωπος του Λαού έχει και τους περιορισμούς του. «Τέλος πάντων. Ας το παραγγείλουμε και βλέπουμε… Α, και μην ξεχάσεις να στείλεις τη φωτογραφία και στον Κυριάκο. Στείλε τη και στον Άρη», είπε στον βοηθό του. «Να τη στείλω και στον Νικήτα;», πήρε την πρωτοβουλία ο Άγης. «Α πα πα, άσε τον Νικήτα, άσε μη μπλέξουμε…», ήρθε η έντρομη απάντηση. «Και που ’σαι», πρόσθεσε. «Για δες, μήπως έχει και σε πολύ μεγάλο μέγεθος, XXXL, να πάρω ένα και του μπαμπά».

Την επόμενη μέρα κιόλας η παραγγελία έφτασε σε μια όμορφη, διακριτική συσκευασία. Η χαρά του Μιλτιάδη ήταν δύσκολο να κρυφτεί. Άνοιξε το πακέτο ανυπόμονα, έπιασε το περιεχόμενο και το περιεργάστηκε. Επρόκειτο για ένα λιτό, δωρικό μπανιερό, και μάλιστα θαλασσί – στο χρώμα της Ελλάδος και της ΟΝΝΕΔ! Ο Μίλκος σχεδόν το χάιδευε ετούτο το μπανιερό. Τόσο πολύ του άρεσε. Το σχέδιο τον ενθουσίασε. Το ίδιο και το χρώμα. Οι αμφιβολίες, όμως, συνέχισαν να υφίστανται. Τότε, παραμερίζοντας κάθε τυχόν ένσταση, βροντοφώναξε: «Ας πάει και το παλιάμπελο! Θα το φορέσω!». Και όταν αποφασίζει κάτι ο Μιλτιάδης, τίποτε δεν ήταν ικανό να τον σταματήσει. Με μια βιαστική και συνάμα αποφασιστική κίνηση, έβγαλε το παντελόνι, έβγαλε και το σώβρακο, και φόρεσε ταχύτατα το θαλασσί μπανιερό. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Από μπρος και από πίσω. Η ικανοποίηση πλημμύρισε το πρόσωπό του. Του άρεσε του Μίλκου αυτό που έβλεπε στον καθρέφτη. Του άρεσε πολύ. «Αυτό θα βάλω φέτος το καλοκαίρι!», είπε αποφασιστικά. Του άρεσαν οι άμεσες λύσεις του Μιλτιάδη. Του άρεσαν πολύ. Έφτιαξε την απογευματινή του τεκίλα και κατέβασε ανακουφισμένος δύο γρήγορες γουλιές, συνεχίζοντας να φορεί το καινούργιο του απόκτημα. Έδειχνε ιδιαίτερα ικανοποιημένος – θα έλεγε κανείς ανακουφισμένος. Το πρόβλημα του φετινού μπανιερού φαίνεται ότι είχε οριστικά λυθεί.  

/σχετικά άρθρα/
Ελένη Βαρβιτσιώτη: «Ουάου! To facebook και το twitter έριξαν τον Μουμπάρακ»!

Saturday, May 4, 2013

Η ΑΕΚ αδικείται. Ο Λαός της πονεί…

\

Εβδομάδα των παθών για την Ορθόδοξη Χριστιανοσύνη, εβδομάδα των παθών εφέτος και για την πολύπαθη ΑΕΚ. H AEK πληγώθηκε. Η ΑΕΚ προδόθηκε. Και σηκώνει, τούτες τις μέρες, τον δικό της σταυρό του μαρτυρίου. Θα έρθει άραγες και η δική της ανάσταση; Αμήν! Άμποτες να ’ρθει εκείνη η ώρα! Δεν θα το κρύψουμε. Δεν θα το αρνηθούμε. Και η δική μας καρδιά στην ΑΕΚ είναι δοσμένη. Και όχι μόνον αυτό. Σαν τώρα θυμόμαστε, με γλυκιά νοσταλγία, τις εποχές που, ως παιδιά, καθόμασταν στο κρεβάτι μας και με το κεφαλάρι ως νοητό ταμπλό φαντασιωνόμασταν ότι οδηγούσαμε ταξί. Ανάμεσα, δε, στο ξύλινο πλαίσιο του μικρού μας κρεβατιού και το στρώμα, χώναμε και μια φλογέρα· και τη χρησιμοποιούσαμε ως λεβιέ ταχυτήτων του νοερού επαγγελματικού οχήματος. Αξέχαστες εποχές… Το όνειρό μας; Nα γίνουμε κάποτε επαγγελματίες οδηγοί των κίτρινων οχημάτων. Να πιάνουμε τις Κυριακές το βολάν και να μεταφέρουμε επιβάτες στη Ν. Φιλαδέλφεια, ακούγοντας και τις σχετικές δικεφαλίσιες ιαχές. Ήταν βέβαιο: το κίτρινο χρώμα μάς ενέπνεε – πολλαπλώς. Όμως, τι τα θες τι τα γυρεύεις… Τα όνειρα έμειναν όνειρα. Η ζωή παίζει τα δικά της παιχνίδια· σπρώχνοντάς μας σε άλλους δρόμους· δρόμους περισσότερο επικερδείς μεν, αλλά οπωσδήποτε και λιγότερο συναρπαστικούς.

 

Το δράμα της ΑΕΚ έχει αγγίξει ευαίσθητες χορδές. Αυτό είναι βέβαιο. Ένας δικέφαλος αητός λαβωμένος. Με τσακισμένες τις φτερούγες. Και ένας κόσμος ολάκερος να πονεί. Πρώτα ο λόγος (σύμφωνα, άλλωστε, και με τα Ενωσίτικα ήθη) σε έναν απλό φίλαθλο της ΑΕΚ, έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, τον Θανάση Κομπολογά. Μια ζωή ΑΕΚ ο Θανάσης· από απλό παιδόπουλο ίσαμε σήμερα, ολόκληρος άντρας πια, τίμιος οικογενειάρχης. «Η ΑΕΚ ενοχλεί. Πάντα ενοχλούσε», είναι τα πρώτα λόγια του Κομπολογά. «Και έτσι μας ρίξανε. Όλα είναι στημένα. Η ΑΕΚ ήταν πάντα στο μάτι των μεγάλων και των ισχυρών. Γιατί είναι η ομάδα του δίκιου και της προσφυγιάς. Πολύ καιρό το πάλευαν. Μας το κρατάνε μανιάτικο. Από τότε που σπάσαμε το εμπάργκο και παίξαμε στο Βελιγράδι με την Παρτιζάν. Με μπροστάρη τον υπερήφανο Πόντιο, τον μεγάλο Έλληνα, τον Δημήτρη τον Μελισσανίδη. Δώσαμε χαστούκι στον Ιμπεριαλισμό τότε. Και μας εκδικήθηκε. Να το θυμάσαι αυτό. Ήταν καλοδουλεμένο σχέδιο. Βάλανε τους Εβραίους της ENIK να μας διαλύσουν. Από τότε άρχισε η κατρακύλα της ΑΕΚ. Και τελικά τα κατάφεραν…», υποστηρίζει, με δικαιολογημένη οργή αλλά και πικρία, ο Κομπολογάς.


Τη σκυτάλη της διαμαρτυρίας παίρνει ο ευαίσθητος τροβαδούρος Παντελής Θαλασσινός, ο μελαγχολικός Παντελής (έντεχνος γαρ), ο οποίος, σε ένα πρωτόγνωρο ξέσπασμα-κατάθεση ψυχής που συγκινεί, έγραψε στη σελίδα του στο Facebook: «Η ΑΕΚ δεν είναι μια απλή ομάδα, είναι διαχρονική ιδέα. Χαμένες πατρίδες κι έτσι. Αυτές τις μέρες όλοι οι υγιώς σκεπτόμενοι Έλληνες θρηνούν. Παντού. Στη Σμύρνη και το Κορδελιό, και την παλιά Ελλάδα…».


Ο Κώστας Χαρδαβέλλας, «ΑΕΚιτζής» από τα γεννοφάσκια του, εμφανίζεται πλημμυρισμένος από οργή. Τρομάζεις όταν τον βλέπεις, θαρρείς έτοιμο για όλα. Και βέβαια, με τέτοια οργή στο βλέμμα, θα ’λεγες ότι τα λόγια περιττεύουν. Ωστόσο, είναι δημοσιογράφος (και μάλιστα από τους καλούς). Έτσι, δεν αρκεί μόνο η οργή· θέλει και να μιλήσει – να τα πει έξω από τα δόντια: «60 χρόνια δημοσιογράφος, δεν έχω μάθει να μασάω τα λόγια μου. Η ΑΕΚ δεν έπεσε καθαρά. Την ΑΕΚ την έριξαν κάποιοι για τους δικούς τους λόγους. Θα τα πούμε αυτά όταν έρθει η ώρα. Θα αποκαλύψω όσα δεν είπα και δεν έγραψα. Με αποκαλυπτικά ρεπορτάζ μέσα από την εκπομπή μου. Πίσω από τον υποβιβασμό της ΑΕΚ υπάρχουν σκοτεινά κέντρα και συμφέροντα. Ένας αθέατος κόσμος».  

 

Για τον διορατικό Τάκη Βαμβακίδη, τα πράγματα είναι πολύ καθαρά, και τα επισημαίνει με την γνωστή Ποντιακή ευθύτητα: «Λυπάμαι και θυμώνω για αυτά που έκαναν στην ΑΕΚ. Ο υποβιβασμός της είναι πέρα για πέρα άδικος. Ο τρόπος που την αντιμετώπισε η Πολιτεία ισοδυναμεί με ανατροπή και πέναλτι».



Ο διακεκριμένος ηθοποιός μας Γιάννης Βούρος, ο αγαπημένος όλων των Ενωσιτών Γιάννης, άφησε τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα, εκτός από το σανίδι, και στα πολιτικά μας πράγματα. Ενωσίτης από κούνια, δείχνει η υπόθεση της ΑΕΚ να τον πονά βαθιά (ειδικά το θέμα της κατασκευής του γηπέδου). Η οργή ξεχειλίζει. Αναβλύζει από μέσα του σαν καυτή λάβα: « Είμαι συνέχεια με ένα φλασάκι στο μυαλό. Δεν μπορείς να αλλάξεις την κατεύθυνση του ανέμου. Μπορείς όμως να αλλάξεις θέση στα πανιά. Αριστοτέλης. Χρειάζεται να μπει γερό θεμέλιο (21). Δεν θέλω να πω τίποτα περισσότερο! Είμαι οργισμένος με όλα αυτά που βλέπω! Έχω βγει απ’ τα ρούχα μου!»

 

Αλλά και ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο σεβαστός μας Πατριάρχης, σοβαρότατος – όπως φαίνεται – άνθρωπος, έχει να καταθέσει τον δικό του παραμυθητικό λόγο για την βυζαντινογέννητη ΑΕΚ: «Η ΑΕΚ είναι κυρίως ιδέα. Και αι ιδέαι δεν αποθνήσκουν». Η δήλωση αυτή, σύμφωνα με αξιόπιστούς παρατηρητές, ίσως και να γείρει αποφασιστικά την πλάστιγγα. Υπέρ της ΑΕΚ, φυσικά.


Ό,τι και να πεις για τον Γιώργο Πάντζα είναι λίγο. Ο Γιώργος δεν έπαψε, όλα τούτα τα χρόνια, να οργίζεται και να πονά. Πολύπειρος πολιτικός πια (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΚΚΙ, ΣΥΡΙΖΑ), ένας άνθρωπος που 24 ώρες το 24ωρο ζει και αναπνέει πολιτικά, το πρόβλημα της αγαπημένης του Ένωσης δεν μπορεί παρά να το δει (και αυτό) από πολιτική σκοπιά: «Η ΑΕΚ πληρώνει την προοδευτική ιδεολογία του Λαού της. Το πρόσφατο επεισόδιο με το σύντροφο τον Δημήτρη τον Στρατούλη (σ.σ. ‘βουλευτής Στρατούλης εδώ, με χτυπάει η Χρυσή Αυγή!’) ήταν ένα πρώτο γερό δείγμα για το που πήγαιναν τα πράγματα. Το πρώτο μεγάλο καμπανάκι. Τι καμπανάκι… Καμπάνα! Καμπάνα της Αγιά Σοφιάς! Η ΑΕΚ ήταν πάντα η ομάδα των κατατρεγμένων. Ο σύλλογος των καταφρονεμένων. Αυτών που ένιωθαν την αδικία στο πετσί τους.  Η ΑΕΚ είναι ένα μετερίζι αντίστασης, ένα έμπλαστρο δημοκρατίας, ένα κατάπλασμα ελευθερίας! Αυτό πληρώνει σήμερα».


Ο καταξιωμένος στιχουργός μας, ο «Πρόεδρος» Λευτέρης Παπαδόπουλος, γλαφυρός όπως πάντα και θαλερός όσο ποτέ, μας ανοίγει την καρδιά του καβάλα στο δελφίνι των αναμνήσεων. Ξετυλίγει το κουβάρι μιας ζωής γεμάτης δυνατά αισθήματα. Αναπολεί τα παλιά και τα συγκρίνει με τα τωρινά, γεμίζοντάς μας συγκίνηση μα συνάμα και μελαγχολία: «Ραγίζει η καρδιά μου να βλέπω έτσι την προσφυγομάνα ΑΕΚ. Να πηγαίνει σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά. Τα έλεγα πριν από λίγο και στον Διαμαντή τον Πεπελάση… Τέτοια στεναχώρια είχα να πάρω από τότε που έγραψα τον νέο ύμνο της ΑΕΚ και ο κόσμος συνέχισε να τραγουδάει τον παλιό. Ήταν αλλιώς παλιά. Θυμάμαι τη μάνα μου, εκείνη τη μάνα, την ηρωίδα μάνα, που έπλενε σκάλες για να μπορέσει να μου δώσει μια δραχμούλα, να πάω να δω την αγαπημένη μου ομάδα. Φτώχια. Μεγάλη φτώχια τότε. Και πείνα. Μεγάλη πείνα. Χαμοζωή. Θυμάμαι κατεβαίναμε, φτωχομάνι τότε, με τα πόδια από το σπίτι μου μέχρι το 2ο  Γυμνάσιο Αρρένων, να μαζευτούμε για να πάμε παρέα στο γήπεδο. Φτωχολόι. Εγώ βέβαια είχα επιτυχία και στα κορίτσια. Ήμασταν φτωχοί, αλλά συνέχεια ερωτευμένοι τότε. Ήταν ένα κορίτσι, η Μυρσίνη, ΑΕΚ κι αυτή… Βλέπαμε ένα γιασεμί στο περβάζι, ένα μορτάκι, ένα μεθυσμενάκι κι αυτό μας γιόμιζε δύναμη και ελπίδα… Ωραία χρόνια… Δύσκολα, αλλά ωραία χρόνια… Δεν είχαμε λεφτά, είχαμε όμως αγάπη κι όνειρα… Και πριν βγούμε στο σεργιάνι για το γήπεδο, το απομεσήμερο, η μάνα, η φτωχή αυτή μάνα, η πλύστρα, η ηρωίδα, μου ετοίμαζε, μέσα σε μια καμαρούλα μια σταλιά δύο επί τρία,  να φάω κάτι, να μη πάω νηστικός. Ό,τι υπήρχε. Ένα κεφτεδάκι, λίγη μανέστρα…».


Ο αγωνιστής Στέφανος Ληναίος, παλιός κι εκείνος, δείχνει να συμμερίζεται το κλίμα των διηγήσεων του Λευτέρη, αλλά το πάει ακόμη πιο μακριά το πράγμα. Βλέπει ξένο δάκτυλο. Και μάλιστα γερμανικό. «Συμπαθώ την ΑΕΚ. Γιατί εκφράζει την αντίσταση στον παλιό και νέο κατακτητή της πατρίδας μας. Αυτό δεν άρεσε. Πίσω από τον υποβιβασμό της κρύβεται Ένας Εχθρός του Λαού. Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος. Τελικά, πιο πιθανό μού φαίνεται να παντρέψω την κόρη μου τη Μαργαρίτα παρά να επικρατήσει δικαιοσύνη στον κόσμο. Όχι μόνο δε μας δίνουν τις γερμανικές αποζημιώσεις, αλλά μας αποζημιώνουν και με υποβιβασμό της ιστορικότερης ομάδας της χώρας. Μετά απ’ αυτό, θα έχει άδικο ο υπερήφανος, αντιστασιακός λαός της ΑΕΚ να βροντοφωνάξει στους Γερμανούς δανειστές-τοκογλύφους ‘δεν πληρώνω-δεν πληρώνω’»;

 

Saturday, April 27, 2013

Μπουμπούκος, Καμμένος και βαμμένα μαλλιά



Το ότι βουλευτές – και μάλιστα λεβέντες, Έλληνες – θα αντάλλασσαν δημοσίως κατηγορίες, αλλά και μηνύσεις και αγωγές, περί βαμμένων μαλλιών, κάποια εποχή θα εξέπληττε. Πολλοί θα μιλούσαν για κατρακύλα· άλλοι για εκφυλισμό· αρκετοί για κατάντια. Σήμερα η κατάσταση αυτή, ευτυχώς, σχεδόν ουδένα εκπλήσσει· ούτε και δυσαρεστεί πραγματικά. Αντίθετα, φέρνει πνοή αναζωογονητική, αφού δείχνει ότι, επιτέλους, η αντιπροσώπευση έφτασε στον κολοφώνα της· η δημοκρατία στο απόγειό της. Τέρμα η διγλωσσία. Οι πολιτικοί μιλούν δημοσίως για ό,τι ακριβώς συζητούμε, κάνοντας την πλάκα μας, στα καφενεία, στις ταβέρνες, στα κουρεία και στα λουτρά. Δημόσιος και ιδιωτικό λόγος ένα και το αυτό. Πόσο μεγαλύτερη διαφάνεια, πόσο περισσότερη δημοκρατία να ζητήσει κανείς… Ένας εμφανώς προβληματικός και δυνατά αυτοϊκανοποιούμενος βουλευτής-τηλεπλασιέ, ξημεροβραδιαζόμενος στα κανάλια και στα λαϊκά αυνανιστήρια «κοινωνικής δικτύωσης», που μιλάει από του βήματος της βουλής περί Rolex και τιμές κοσμημάτων, εγκαλεί δημοσίως φαντασιόπληκτο και τερατολόγο χοντρομπαλά-αρχηγό κόμματος ότι βάφει τα μαλλιά. Οι δύο εκλεκτοί λαϊκοί αντιπρόσωποι εξελέγησαν, και μάλιστα πανηγυρικά, από το εκλογικό σώμα για να το εκπροσωπήσουν. Και αυτό κάνουν. Υπό τις θερμές επευφημίες των εκλογέων τους. Που ετοιμάζονται δυναμικά να τους ξαναψηφίσουν. Την αντιπαράθεση, λοιπόν, αυτή εμείς την βλέπουμε με καλό μάτι. Ως βάθεμα της δημοκρατίας· αλλά, γιατί όχι, και ως πλάτεμα.

 

Ένα μέρος του κοινού, πάντα στο ύψος του, κωλομπαρεμένο από τον Τύπο και την «επικαιρότητα» που αυτός επιβάλλει, θέτει ερωτήματα. Ερωτήματα σημαντικά. Έχει δίκιο ο προγναθικός σπάστης με το τζελ και το ipod ή ο μπαλονοειδής αεροψεκασμένος; Και πάνω σε αυτό το δίλημμα ζητά και από εμάς να τοποθετηθούμε. Μας το ζητά ενίοτε και επιτακτικά – πρήζοντάς μας και κάποιους συγκεκριμένους αδένες. Εμείς – είναι γνωστό αυτό – εκτιμούμε το κοινό (έως εκεί που δεν παίρνει). Το συμπαθούμε. Και, ασφαλώς, το τιμούμε. Πώς να του χαλάσουμε, λοιπόν, το χατίρι; Η επιθυμία του είναι για μας εντολή.

 

Peter Alexander, λοιπόν. Και ποιος Έλληνας δεν γνωρίζει τον προικισμένο αυτόν πολυτεχνίτη; Και ποιος δεν ενδιαφέρεται να μάθει το κατιτίς του γύρω από τη ζωή του σημαντικού αυτού αριστοτέχνη; Βέρος Βιεννέζος ο Alexander, αγάπησε τη γενέθλια πόλη όσο τίποτε στον κόσμο. Ως μαθητής ήταν άτακτος. Τίποτε δεν πρόδιδε την κατοπινή του εξέλιξη. Του άρεσαν οι σκανταλιές. Αυτός υπήρξε και ο λόγος που αποβλήθηκε απ’ το σχολείο. Το συντηρητικό ακαδημαϊκό σύστημα της Αυστρίας δεν ανέχθηκε την ροπή του προς τα αθώα πειράγματα και τα αμνησίκακα καλαμπούρια.

 

Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Πολέμου, ο Alexander, παιδί ακόμα, θα υπηρετήσει ως βοηθός στη Luftwaffe. Θα πολεμήσει με ζήλο και αυταπάρνηση – ειδικά λαμβανομένου υπ’ όψιν και του εξαιρετικά νεαρού της ηλικίας του. Ίσως αυτή του η ρώμη να ήταν η αιτία που θα συλληφθεί και θα κρατηθεί ως αιχμάλωτος πολέμου από τους Εγγλέζους. Πολλοί θυμούνται τον νεαρό Peter, ακόμη και κατά τη διάρκεια της σύλληψής του, να μην το βάζει κάτω, να τραγουδά αλλά και να δείχνει σημάδια ενός αξιοζήλευτου υποκριτικού τάλαντου, επιστρατεύοντας αξέχαστες παντομίμες και μελωδικά κελαρύσματα που χάριζαν ανακούφιση στους συναιχμαλώτους και γεννούσαν θαυμασμό στους δεσμοφύλακές του. «Θα πάει μπροστά ετούτο το παιδί», είχε πει ένα εγγλέζος αξιωματικός. Πόσο δίκιο είχε…


Μετά από σύντομες σπουδές υποκριτικής, ο Peter Alexander θα διεισδύσει, ασταμάτητος, στο χώρο του θεάματος / ακροάματος, χτίζοντας, με τα χρόνια, μια αξιοζήλευτη καριέρα. Πίστευε στο ταλέντο του και αυτό τον όπλισε με δύναμη να αποφύγει τις τρικλοποδιές της καλλιτεχνίας. Κατά τη δεκαετία του ’50 έκανε την επίσημη εμφάνισή του ο Peter, κατ’ αρχάς ως ηθοποιός σε μιούζικαλ και κωμωδίες – καμιά πενηνταριά ως προς τον αριθμό. Ταινίες πρόσχαρες, αλέγρες, προορισμένες για όλη την οικογένεια, η οποία, συγκεντρωμένη και αγαπημένη γύρω από τους τηλεοπτικούς δέκτες, διασκέδαζε με την καρδιά της χάρη στην ανάλαφρη νότα που της χάριζε ο προικισμένος Alexander. Ούτε η (γερμανόφωνη) οπερέτα, όμως, έμεινε παραπονεμένη, αφού ο Alexander υπήρξε ο βασιλιάς της για δεκαετίες ολόκληρες. Γενικά, στον χώρο του πενταγράμμου, ο σημαντικός καλλιτέχνης θα δώσει σχεδόν όλο του το είναι. Με πάνω από 120 δίσκους στο ενεργητικό του, το πραγματικό αυτό θηρίο της καλλιτεχνίας έδειξε τι σημαίνει ακαταπόνητος εργάτης της τέχνης. Αλλά και ως τηλεπαρουσιαστής ξεδίπλωσε το ταλέντο του ο Peter. Το «Σόου του Peter Alexander», το περίφημο αυτό σόου, κέρδιζε κάθε εβδομάδα, για περίπου 30 χρόνια, τις καρδιές εκατομμυρίων πιστών τηλεθεατών, ερημώνοντας τους αυστριακούς δρόμους τα σαββατόβραδα.


Τα πράγματα μιλούν από μόνα τους. Τι να προσθέσει κανείς για ένα τόσο πολύπλευρο ταλέντο… Και τραγουδιστής, και ηθοποιός, και τηλεπαρουσιαστής, ένας καλλιτέχνης-πολυεργαλείο – τι άλλο να περιμένει κανείς από τον «Peter the Great», όπως τον αποκαλούσαν (και, μα το θεό, όχι άδικα) οι πολυπληθείς θαυμαστές του. Επρόκειτο, σαφώς, για έναν all-around καλλιτέχνη.

 

Όλα τα ωραία, όμως, κάποτε τελειώνουν. Είναι σίγουρο αυτό. Δόγμα της ζωής. Έτσι, στα 84 χρόνια του εξέπνευσε ο πολυδύναμος καλλιτέχνης. Ο γερμανόφωνος ειδικά κόσμος έδειχνε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. «Η Τέχνη έγινε φτωχότερη» με τον θάνατό του. Το «ουδείς αναντικατάστατος» στο πρόσωπο του Alexander βρίσκει την κυριολεκτικότερη σημασία του. Ποια η ακριβής αιτία του θανάτου του; Ποτέ δεν ανακοινώθηκε, επιτρέποντας στις φήμες να οργιάσουν…

 

Ο καγκελάριος της Αυστρίας Werner Faymann τον απεκάλεσε «έναν μεγάλο Αυστριακό». Είχε δίκαιο©. Ήταν πράγματι μεγάλος, αφήνοντας στην τέχνη δυνατό στίγμα. Γιατί μαζί με τον Peter Alexander ενταφιάστηκε και μια ολόκληρη εποχή. Η εποχή της ευπρέπειας στη σκηνή, της γεμάτης σεβασμό υπόκλισης προς το ακροατήριο – η εποχή που το προσεγμένο ντύσιμο (κοστούμι, υποκάμισο, λουστρίνι, παπιγιόν), καθώς και η περιποιημένη κόμη (με φυσική ή τεχνητή τρίχα – αδιάφορο), ήταν για τους καλλιτέχνες de rigueur. Those were the daysO μεγάλος Peter Alexander, o γιγαντιαίος αυτός περουκοφόρος crooner, υπηρέτησε το ελαφρύ ρεπερτόριο με μια συνέπεια εντυπωσιακή, ψυχαγωγώντας ανάλαφρα εκατομμύρια τίμιων πολιτών και χαράσσοντας ανεξίτηλα στη μνήμη τους ζεστές, ρομαντικές θύμησες από εποχές αγνές κι ανθρώπινες.

Saturday, April 20, 2013

Έρχεται η ώρα του Παπαμιμίκου…



Η νίκη της ΟΝΝΕΔ –και πιο συγκεκριμένα της ΔΑΠ Νου Δου Φου Κου [sic]– στις πρόσφατες φοιτητικές εκλογές δεν άφησε ασυγκίνητο κανέναν. Πολλοί έμειναν ακόμα και άυπνοι αναμένοντας τα οριστικά αποτελέσματα. Έκδηλη η αγωνία. Όταν, όμως, η νίκη επισημοποιήθηκε, οι καρδιές όλων πήγαν στη θέση τους. Το βαρυσήμαντο αυτό γεγονός έφερε ευεργετικό άνεμο στα πανιά της χώρας, γεμίζοντας τους περισσότερους Έλληνες με πρωτόγνωρη αισιοδοξία. Μέσα σ’ όλα τούτα τα ευοίωνα (πόσο τα έχουμε ανάγκη αυτές τις κρίσιμες ώρες), μια (επιπλέον) αναπάντεχα θετική εντύπωση δημιούργησε η ελπιδοφόρα παρουσία ενός πολιτικοποιημένου νέου με δυνατό πολιτικό στίγμα: Ανδρέας Παπαμιμίκος το όνομά του· πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ η ιδιότητά του. Μιλάμε για έναν εξαίρετο νέο – τι νέο δηλαδή, άνδρα κανονικό! Διόλου αστείο το θέαμα ενός κοντόχοντρου νεαρού να αποφαίνεται, σοβαροφανώς, περί τα πολιτικά – φορώντας και σακάκι…


Αν, όμως, αρκεστεί κανείς στην εξωτερική εικόνα – πράγματι, διόλου κολακευτική – τότε έχει χάσει την ουσία. Γιατί, αν έχει την υπομονή να φτάσει ίσαμε το μεδούλι, μόνο θετικές είναι οι εντυπώσεις που αποκομίζει από ετούτον εδώ τον σημαντικό Νεολαίο. Πέρα από το ηγετικό παράστημα, εντοπίζεις σκέψη διεισδυτική, γλώσσα που δεν χαρίζεται σε κανέναν και ανοίγει πρωτόγνωρους εκφραστικούς δρόμους, βλέμμα κοφτερό που αφήνει υποσχέσεις για κάτι το ωραίον…


Όσοι γνωρίζουν καλά τον Παπαμιμίκο μιλούν για έναν ευπροσήγορο, γοητευτικό ομιλητή, χαρισματικό, με δύναμη αλλά συνάμα και λεπτότητα, με επιχειρηματολογία που συναρπάζει. Έναν νέο που αγαπά παθολογικά τη Λάρισα (σ.σ. είναι ο τόπος καταγωγής του), την πατρίδα και την ΟΝΝΕΔ – όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά. «Α! και τον Αντώνη Σαμαρά!», διαβεβαιώνει κάποιος που τον ξέρει καλά. Ποδόσφαιρο και ΜΚΟ αποτελούν τα βασικά του ενδιαφέροντα – εξόν πολιτικής. Διόλου αμελητέος συνδυασμός. Θα λέγαμε, αντίθετα, συνδυασμός ιδιαίτερα συναρπαστικός. ΟΝΝΕΔίτης μέχρι τα μπούνια, φέρεται να έχει εκμυστηρευθεί ότι στην ΟΝΝΕΔ πέρασε τις καλύτερες στιγμές τής μέχρι τώρα ζωής του (σκέψου…). Έχει δώσει σκληρές μάχες για να καθίσει στην επίζηλη θέση του προέδρου της ΟΝΝΕΔ ο Παπαμιμίκος· στη θέση αυτή που τόσο καθοριστικά επηρεάζει τον ρου των πολιτικών μας πραγμάτων. Γιατί ήθελε να προσφέρει. Δεν αδιαφόρησε, μήτε και δείλιασε ομπρός στα προβλήματα της εποχής. Και πήρε την απόφαση να συμμετάσχει στην διαδικασία επίλυσής τους. Μέσα από τη συμμετοχή του σε Νεολαία. Ένας αγέρωχος Νεολαίος, που  αναμετράται δυναμικά με τα προβλήματα της χώρας. Το μπορεί και το θέλει!

 

Ο Παπαμιμίκος είναι άξιος συνεχιστής του υβριδίου Νεολαίος-μέλλων πολιτικός. Πλησιάζει η ώρα του – η ώρα εκείνη που θα μπει μπροστάρης και στην κεντρική πολιτική σκηνή. Και χρειαζόμαστε τέτοιες σημαντικές μονάδες – ειδικά στις σημερινές, απαιτητικές εποχές. Μονάδες ικανές να εμπνεύσουν. Και ποιον, άλλωστε, δεν εμπνέει ένας τέτοιος λεβέντης, ένας τέτοιος θεριοκομμένος νέος.  «Είναι καλός. Είναι πολύ καλός!», θα μας διαβεβαιώσει ενθουσιώδης συναγωνιστής του. «Με ενημέρωσε τις προάλλες ότι δεν είναι μακριά η στιγμή που θα δούμε φως στην άκρη του τούνελ!». Αυτή η πληροφορία μάς γέμισε αισιοδοξία. «Στ’ αλήθεια; Tο εννοεί; Υπάρχει ελπίδα;», ρωτούμε με αγωνία. «Τι να σου πω… Έδειχνε σίγουρος!», απαντά ο συνομιλητής μας. Αν είναι έτσι… 

 

Η συζήτηση αυτή μάς πήγε δυο χρόνια πίσω, όταν, ζητώντας πληροφορίες περί Παπαμιμίκου, ρωτήσαμε βουλευτή της ΝΔ, γελώντας, «τι φρούτο είναι πάλι αυτό;». Η απάντηση μάς προβλημάτισε. «Μην τον υποτιμάς… Έχει μυαλό ο Παπαμιμίκος!». Και πράγματι. Μετά από καταβύθιση στις εσώτερες περιοχές της σκέψεως, αλλά και αρκετή έρευνα, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ο βουλευτής είχε δίκιο. Φαίνεται μεγάλος εγκέφαλος ετούτος δω ο λεβεντόκορμος νέος! Εξωτερικά, όπως είπαμε, μπορεί να σε παραπλανήσει· να δείχνει ένας κοινός άνθρωπος – ίσως ένα ανθρωπάκι. Αλλά, προς θεού! – μην αφήσεις να σε ξεγελάσει η εμφάνισή του. Μέσα σ’ αυτό το τόσο κοινό σαρκίο, σιγοκαίει μια φλόγα υψηλής πολιτικής, αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Καλά, λοιπόν, με το παρόν της χώρας. Αλλά φαίνεται ότι και το μέλλον βρίσκεται σε καλά χέρια· χέρια στιβαρά, που μπορούν να κρατήσουν σταθερά το τιμόνι – οποτεδήποτε χρειαστεί.


Τι είναι όλοι αυτοί οι περίεργοι τύπου που καυλαντίζουν μέσα σε κομματικές Νεολαίες; Γιατί σπαταλούν τον χρόνο τους με μπανάλ πολιτικολογίες και ξύλινες μπαρουφολογίες όλοι ετούτοι οι αργόσχολοι κοπρίτες; Αυτό αναρωτιούνται πολλοί – ευρισκόμενοι έξω από το πνεύμα της πρακτικής πολιτικής. Επιπλέον, αρκετοί, κάθε φορά που βλέπουν μέλος Νεολαίας, αναρωτιούνται: «βλάξ ή αριβίστας»; Α bit of both, είναι συνήθως η απάντηση. Να, όμως, που υπάρχουν –ευτυχώς– και οι εξαιρέσεις. Και ο Παπαμιμίκος είναι, αναμφίβολα, μία απ’ αυτές. Ομολογούμε ότι κοιτούσαμε πάντα με μια αδιόρατη γλυκύτητα αυτούς τους «νεολαίους». Διακρίναμε έναν συμπαθητικό μικρομεγαλισμό που μας συνέπαιρνε. Αντί να μιλούν σαν τα παιδιά της ηλικίας τους, μιμούνταν –πάντα με σοβαρότατο ύφος– το ιδίωμα των μεγάλων· προκαλώντας ασυγκράτητη θυμηδία. Και αυτό οδηγούσε στη συμπάθεια. Βέβαια, υπάρχουν και προβλήματα. Το γελοίο συνήθως εμφιλοχωρεί εκεί που υπάρχει μεγάλη προσπάθεια –μπόλικη «θεωρία»– για μικρό αποτέλεσμα. Εδώ, λοιπόν, θέλει πράγματι λίγη προσοχή. Γιατί οι Νεολαίοι αγωνίζονται με υπαρκτό ζήλο για ανύπαρκτους στόχους. Πέρα, δηλαδή, από μικρομέγαλη, είναι και καθαρά ονειροφαντασιακή η δράση τους. Το γελοίον καραδοκεί. Από την άλλη, θα πει κανείς (και θα’ χει και κάποιο δίκιο), εντάξει, νέοι είναι, θα το παίξουν το πουλάκι τους – μέσα στο παιχνίδι είναι κι αυτό. Σωστά. Γιατί να μην το παίξουν; Αλλά ας το παίξουν κανονικά· χειροκίνητα. Όχι εντασσόμενοι, νέοι άνθρωποι, σε κόμματα και Νεολαίες.


Ψευδαίσθηση εξουσίας και συμφέρον – να τα κίνητρα του μέσου έγκαυλου για παραγοντιλίκι και σμπρώξιμο Νεολαίου κεχαγιά. Και η Πολιτική; Οι ιδέες; Αστεία πράγματα. Όχι ότι δεν υπάρχουν και μερικές –ελάχιστες– τέτοιες περιπτώσεις Νεολαίων που ανάβουν κερί στην «ιδεολογία». Μόνο που αυτοί είναι ακόμη πιο κωμικοί από τους πρώτους. Κωμικότεροι όλων, όμως, είναι οι πολιτικοί αρχηγοί – τα αφεντικά των Νεολαίων. Αυτοί που θα μοιράσουν θέσεις συμβούλων, υποψηφίων βουλευτών κ.ο.κ. σ’ αυτά τα ελπιδοφόρα μειράκια. Οι αρχηγοί, έχοντας πάρει το «κολάι» στη γλοιώδη κολακεία των πάντων και ειδικά  της «νεολαίας» (και δη της κομματικής), τους συγχαίρουν με ενθουσιασμό, επισκεπτόμενοι, μάλιστα, και τους χώρους τους, αντί να τους τραβήξουν (δυνατά) το αφτί και να τους στείλουν γρήγορα για διάβασμα. 

  
Σε τούτη την υπέροχη χώρα, έχουμε δυνατή παραγωγή Νεολαίων που ανέλαβαν, ο καθένας από το δικό του μετερίζι, την καθοδήγηση αυτού του Λαού, τις τύχες ετούτου του σημαντικού έθνους. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Παπουτσήδες, Σκανδαλίδηδες, Τσίπρες, Μεϊμαράκηδες, Βουλγαράκηδες – πάει μακριά η βαλίτσα…


Και δημοσιογράφοι μπόλικοι. Ακόμη και ο φίλος μας Νίκος Χατζηνικολάου εκεί έκανε τις πρώτες του πολιτικές και ιδεολογικές ζυμώσεις (με εμφανή όσο και αξιόλογα αποτελέσματα). Και μετά, όταν τον χλευάζουν τίποτε ακροατές και τον διορθώνουν για το «εγγλέζικο» που χρησιμοποιεί, σου λέει, εν είδει ψοφοδεούς και κολπατζίδικης, κουτοπόνηρης αυτοκριτικής, «δεν το έχω με τις ξένες γλώσσες ρε παιδί μου, δεν το έχω!» (σ.σ. λες και το’ χει με την ελληνική…). Και πώς να το έχει, αφού, όταν έπρεπε να διαβάζει, εκείνος κοπροσκύλιαζε στις νεολαίες, με πολιτικολογία, καφέδες, και τσιγαράκι. Έτσι, όχι μόνο ξένες γλώσσες δεν κατάφερε να μάθει, αλλά ούτε ένα πτυχίο (και μάλιστα Παντείου) δεν κατόρθωσε να πάρει, ο δυστυχής…


Ο Παπαμιμίκος, λοιπόν, γεννά ελπίδα. Πέρα από κάθε αμφιβολία. Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι θα προτιμούσαμε έναν άλλου τύπου Νεολαίο στο τιμόνι της ΟΝΝΕΔ. Έναν τύπου, λ.χ., Μίλτου «Μίλκου» Βαρβιτσιώτη, με την χωρίστρα του και με τα όλα του. Πόσο πιο ταιριαστός θα ήταν στην ηγεσία της συγκεκριμένης Νεολαίας… Όμως, ας είναι κι έτσι. Ο Παπαμιμίκος δεν είναι αμελητέα ποσότης. Διόλου αμελητέα. Μπορεί να δώσει πολλά. Εμπρός, ωρέ Παπαμιμίκο! Δώσε μας τα φώτα σου!


«Η χώρα αυτή δε σώζεται με τίποτα» συνηθίζει να λέει ο Κώστας Καίσαρης (ο σοβαρός – όχι ο κοσμηματοπώλης). Για στάσου, όμως. Ας μην βιαζόμαστε. Ας κρατήσουμε και μία πισινή. Ας δούμε πρώτα τι όμορφες εκπλήξεις μάς επιφυλάσσουν και τα τσικό των κομμάτων· οι χρυσές εφεδρείες του Έθνους. Όταν στον προθάλαμο της εξουσίας βρίσκονται Παπαμιμίκοι, μια σπίθα φωτός αρχίζει να αχνοφέγγει. Και αυτό δεν είναι λίγο. Καθόλου λίγο.