Monday, May 6, 2013

Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης: «Έσφιξαν οι ζέστες. Εμπρός για Μύκονο!»




Σε τούτη την ευλογημένη χώρα το καλοκαίρι μπαίνει ενωρίς – είναι γνωστό αυτό. Ένας από τους (πολλούς) καταγεγραμμένους λόγους για τους οποίους μας ζηλεύουν σε ολόκληρη την πλάση· και εξυφαίνουν τις γνωστές συνομωσίες ενάντια στο Γένος των Ελλήνων.



Ο Μίλκος Βαρβιτσιώτης, σοβαρός, βαθύς κι αγέρωχος τον υπόλοιπο χρόνο, με το που σφίγγουν οι ζέστες και το καλοκαίρι μπαίνει γοργά, γίνεται άλλος άνθρωπος. Μια ορισμένη ελαφρότητα, μια κάποια ανεμελιά έρχεται να χαϊδέψει τρυφερά τον άνδρα· βγάζοντας από μέσα του τον διονυσιακό Μιλτιάδη, τον Μιλτιάδη του ήλιου και της θάλασσας, τον Μιλτιάδη της γλυκιάς ραστώνης. Δεν ήταν, λοιπόν, δύσκολο να πάρει την μεγάλη απόφαση. «Ανεβαίνει η θερμοκρασία, η Ελλάδα ετοιμάζεται να μας προσφέρει τους χυμούς της, υπουργός δεν βλέπω να γίνομαι (έχει και η κατάντια τα όριά της), επομένως μάσκες, βατραχοπέδιλα, πετσέτες, αντηλιακά και βουρ για Μύκονο!», αναφώνησε με ενθουσιασμό ο ταλαιπωρημένος από έναν βαρύ πολιτικά χειμώνα Μίλκος. «Α!, να μην ξεχάσω και το ψαροντούφεκο του μπαμπά!», υπενθύμισε φωναχτά στον εαυτό του. «Το τυχερό ψαροντούφεκο των Βαρβιτσιώτηδων! Ήταν δεινός ψαροντουφεκάς ο μπαμπάς! Μπορεί να μην έπιανε πολλά ψάρια, αλλά ήταν καλός βουτηχτής!», επεσήμανε με υπερηφάνεια o Μιλτιάδης. «Τώρα βέβαια πάει το ψάρεμα με ψαροντούφεκο. Είναι και μεγάλος, έχει παχύνει και πολύ βλέπεις…».

 

Μύκονος, λοιπόν. Γιατί όχι; Με την απόφαση αυτή έδειχνε να συμφωνεί και ο Άγης ο ΟΝΝΕΔίτης, το δεξί χέρι του Μίλκου, το μάτι και το αυτί του στη νεολαία του κόμματος. «Να πας στη Μύκονο, Μίλτο. Είναι πολύ καλή ιδέα. Θα περάσεις έτσι και το μήνυμα ότι η ζωή συνεχίζεται. Ότι τον Έλληνα οι οικονομικές δυσκολίες δεν τον πτοούν». «Μη νομίζεις ότι δεν το έλαβα και αυτό υπόψιν. Οι αποφάσεις μου – εσύ το ξέρεις – είναι πάντα πολιτικές!», απάντησε ο Μιλτιάδης. Για να προσθέσει: «Η χώρα βρίσκεται σε μια δύσκολη καμπή. Αλίμονο, όμως, αν δείξουμε ηττοπάθεια, αν επιτρέψουμε στα προβλήματα να μας καταβάλουν. Αν το κάνουμε αυτό, καήκαμε. Χρειάζεται αισιοδοξία. Να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας εν όψει ενός ακόμα δύσκολου χειμώνα».


Δεν ήταν άσκημη η ιδέα ετούτη. Είχε μυαλό ο Μιλτιάδης. Πολύ μυαλό. Άτυχο παιδί, όμως. Τόσα χρόνια στην πολιτική και για το μόνο (εκτός από τις ανταύγειες) που μπορείς να τον θυμάσαι είναι η περίφημη εκείνη δήλωση ότι ο καθένας μπορεί να κάψει μια σημαία. Κάτι δηλ. προσπάθησε να πει, να δείξει και λιγάκι φιλελεύθερος, το ’φερε από δω, το ’φερε από κει, αλλά μπερδεύτηκε, δεν τα κατάφερε. Τι να κάνουμε, συμβαίνει… Κάποιοι, βέβαια, λένε ότι ευθύς εξαρχής το παιδί δεν έκανε για την πολιτική. Του άρεσε η μόνιμη ανάπαυλα, η γλυκιά ζωή, οι γήινες απολαύσεις. Όσο, όμως, κι αν επέμενε η μαμά Σόφη ότι η πολιτική δεν ταίριαζε στον Μιλτιάδη, ότι έπρεπε να ασχοληθεί με κάτι πιο ανέμελο και, κυρίως, να παντρευτεί, να νοικοκυρευτεί, τόσο ο μπαμπάς κυρ-Γιάννης ήταν βράχος. Το όνομα Βαρβιτσιώτη, το σημαντικό αυτό όνομα που έγραψε χιλιόμετρα στην υπηρεσία του τόπου, έπρεπε να διαιωνιστεί στην κονίστρα την πολιτική. Τον ρεαλιστή Θωμά, δυστυχώς, τον κέρδισαν οι επιχειρήσεις· τον ευαίσθητο Κωνσταντίνο, τα παρακαλλιτεχνικά· και τη μικρή Ελένη, η δημοσιογραφία, με μια λαμπρή πράγματι καριέρα να χτίζεται (αργά, πολύ αργά, αλλά σταθερά) μέσα από το επιτελείο των περίφημων Νέων Φακέλων. Στον Μίλκο, λοιπόν, έλαχε ο κλήρος, στον Μιλτιάδη έπεφτε το βαρύ φορτίο, της συνέχισης μιας ένδοξης πολιτικής παράδοσης, τετιμημένης από Λαό και Ιστορία.


«Χρειάζομαι και καινούργιο μαγιό!», είπε, σαν από έκλαμψη, ο Μιλτιάδης. Αλλά ο Άγης είχε και γι’ αυτό τη λύση. «Τα πουλόβερ στην πλάτη θα φορεθούν και φέτος, Μίλτο. Το ίδιο τα πόλο και οι βερμούδες. Στα μαγιό, όμως, θα λανσαριστεί κάτι νέο». Του έδειξε, μεμιάς, τη φωτογραφία από ένα περιοδικό μόδας. «Ορίστε! Δες το. Αυτό θα φορεθεί απ’ όλη την ΟΝΝΕΔ φέτος του καλοκαίρι!».


Ο Μίλκος το κοίταξε με έκπληξη. Του άρεσε – ασυζητητί· αλλά διατηρούσε και τις επιφυλάξεις του. «Βρε Άγη, μήπως είναι κάπως υπερβολικό;» διερωτήθηκε. «Είμαι και βουλευτής, που να πάρει…». «Μια χαρά είναι. Μπορούμε να το παραγγείλουμε τώρα και αύριο να το ’χεις», απάντησε ο πιστός συνεργάτης. Ο Μιλτιάδης έδειξε δύσπιστος. Καλά για τα άλλα παιδιά της ΟΝΝΕΔ, αλλά μήπως ήταν λιγάκι τολμηρό για τον ίδιο; Στο κάτω-κάτω ήταν και βουλευτής. Και, όπως και να ’χει, το να είσαι εκπρόσωπος του Λαού έχει και τους περιορισμούς του. «Τέλος πάντων. Ας το παραγγείλουμε και βλέπουμε… Α, και μην ξεχάσεις να στείλεις τη φωτογραφία και στον Κυριάκο. Στείλε τη και στον Άρη», είπε στον βοηθό του. «Να τη στείλω και στον Νικήτα;», πήρε την πρωτοβουλία ο Άγης. «Α πα πα, άσε τον Νικήτα, άσε μη μπλέξουμε…», ήρθε η έντρομη απάντηση. «Και που ’σαι», πρόσθεσε. «Για δες, μήπως έχει και σε πολύ μεγάλο μέγεθος, XXXL, να πάρω ένα και του μπαμπά».

Την επόμενη μέρα κιόλας η παραγγελία έφτασε σε μια όμορφη, διακριτική συσκευασία. Η χαρά του Μιλτιάδη ήταν δύσκολο να κρυφτεί. Άνοιξε το πακέτο ανυπόμονα, έπιασε το περιεχόμενο και το περιεργάστηκε. Επρόκειτο για ένα λιτό, δωρικό μπανιερό, και μάλιστα θαλασσί – στο χρώμα της Ελλάδος και της ΟΝΝΕΔ! Ο Μίλκος σχεδόν το χάιδευε ετούτο το μπανιερό. Τόσο πολύ του άρεσε. Το σχέδιο τον ενθουσίασε. Το ίδιο και το χρώμα. Οι αμφιβολίες, όμως, συνέχισαν να υφίστανται. Τότε, παραμερίζοντας κάθε τυχόν ένσταση, βροντοφώναξε: «Ας πάει και το παλιάμπελο! Θα το φορέσω!». Και όταν αποφασίζει κάτι ο Μιλτιάδης, τίποτε δεν ήταν ικανό να τον σταματήσει. Με μια βιαστική και συνάμα αποφασιστική κίνηση, έβγαλε το παντελόνι, έβγαλε και το σώβρακο, και φόρεσε ταχύτατα το θαλασσί μπανιερό. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Από μπρος και από πίσω. Η ικανοποίηση πλημμύρισε το πρόσωπό του. Του άρεσε του Μίλκου αυτό που έβλεπε στον καθρέφτη. Του άρεσε πολύ. «Αυτό θα βάλω φέτος το καλοκαίρι!», είπε αποφασιστικά. Του άρεσαν οι άμεσες λύσεις του Μιλτιάδη. Του άρεσαν πολύ. Έφτιαξε την απογευματινή του τεκίλα και κατέβασε ανακουφισμένος δύο γρήγορες γουλιές, συνεχίζοντας να φορεί το καινούργιο του απόκτημα. Έδειχνε ιδιαίτερα ικανοποιημένος – θα έλεγε κανείς ανακουφισμένος. Το πρόβλημα του φετινού μπανιερού φαίνεται ότι είχε οριστικά λυθεί.  

/σχετικά άρθρα/
Ελένη Βαρβιτσιώτη: «Ουάου! To facebook και το twitter έριξαν τον Μουμπάρακ»!

Saturday, May 4, 2013

Η ΑΕΚ αδικείται. Ο Λαός της πονεί…

\

Εβδομάδα των παθών για την Ορθόδοξη Χριστιανοσύνη, εβδομάδα των παθών εφέτος και για την πολύπαθη ΑΕΚ. H AEK πληγώθηκε. Η ΑΕΚ προδόθηκε. Και σηκώνει, τούτες τις μέρες, τον δικό της σταυρό του μαρτυρίου. Θα έρθει άραγες και η δική της ανάσταση; Αμήν! Άμποτες να ’ρθει εκείνη η ώρα! Δεν θα το κρύψουμε. Δεν θα το αρνηθούμε. Και η δική μας καρδιά στην ΑΕΚ είναι δοσμένη. Και όχι μόνον αυτό. Σαν τώρα θυμόμαστε, με γλυκιά νοσταλγία, τις εποχές που, ως παιδιά, καθόμασταν στο κρεβάτι μας και με το κεφαλάρι ως νοητό ταμπλό φαντασιωνόμασταν ότι οδηγούσαμε ταξί. Ανάμεσα, δε, στο ξύλινο πλαίσιο του μικρού μας κρεβατιού και το στρώμα, χώναμε και μια φλογέρα· και τη χρησιμοποιούσαμε ως λεβιέ ταχυτήτων του νοερού επαγγελματικού οχήματος. Αξέχαστες εποχές… Το όνειρό μας; Nα γίνουμε κάποτε επαγγελματίες οδηγοί των κίτρινων οχημάτων. Να πιάνουμε τις Κυριακές το βολάν και να μεταφέρουμε επιβάτες στη Ν. Φιλαδέλφεια, ακούγοντας και τις σχετικές δικεφαλίσιες ιαχές. Ήταν βέβαιο: το κίτρινο χρώμα μάς ενέπνεε – πολλαπλώς. Όμως, τι τα θες τι τα γυρεύεις… Τα όνειρα έμειναν όνειρα. Η ζωή παίζει τα δικά της παιχνίδια· σπρώχνοντάς μας σε άλλους δρόμους· δρόμους περισσότερο επικερδείς μεν, αλλά οπωσδήποτε και λιγότερο συναρπαστικούς.

 

Το δράμα της ΑΕΚ έχει αγγίξει ευαίσθητες χορδές. Αυτό είναι βέβαιο. Ένας δικέφαλος αητός λαβωμένος. Με τσακισμένες τις φτερούγες. Και ένας κόσμος ολάκερος να πονεί. Πρώτα ο λόγος (σύμφωνα, άλλωστε, και με τα Ενωσίτικα ήθη) σε έναν απλό φίλαθλο της ΑΕΚ, έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, τον Θανάση Κομπολογά. Μια ζωή ΑΕΚ ο Θανάσης· από απλό παιδόπουλο ίσαμε σήμερα, ολόκληρος άντρας πια, τίμιος οικογενειάρχης. «Η ΑΕΚ ενοχλεί. Πάντα ενοχλούσε», είναι τα πρώτα λόγια του Κομπολογά. «Και έτσι μας ρίξανε. Όλα είναι στημένα. Η ΑΕΚ ήταν πάντα στο μάτι των μεγάλων και των ισχυρών. Γιατί είναι η ομάδα του δίκιου και της προσφυγιάς. Πολύ καιρό το πάλευαν. Μας το κρατάνε μανιάτικο. Από τότε που σπάσαμε το εμπάργκο και παίξαμε στο Βελιγράδι με την Παρτιζάν. Με μπροστάρη τον υπερήφανο Πόντιο, τον μεγάλο Έλληνα, τον Δημήτρη τον Μελισσανίδη. Δώσαμε χαστούκι στον Ιμπεριαλισμό τότε. Και μας εκδικήθηκε. Να το θυμάσαι αυτό. Ήταν καλοδουλεμένο σχέδιο. Βάλανε τους Εβραίους της ENIK να μας διαλύσουν. Από τότε άρχισε η κατρακύλα της ΑΕΚ. Και τελικά τα κατάφεραν…», υποστηρίζει, με δικαιολογημένη οργή αλλά και πικρία, ο Κομπολογάς.


Τη σκυτάλη της διαμαρτυρίας παίρνει ο ευαίσθητος τροβαδούρος Παντελής Θαλασσινός, ο μελαγχολικός Παντελής (έντεχνος γαρ), ο οποίος, σε ένα πρωτόγνωρο ξέσπασμα-κατάθεση ψυχής που συγκινεί, έγραψε στη σελίδα του στο Facebook: «Η ΑΕΚ δεν είναι μια απλή ομάδα, είναι διαχρονική ιδέα. Χαμένες πατρίδες κι έτσι. Αυτές τις μέρες όλοι οι υγιώς σκεπτόμενοι Έλληνες θρηνούν. Παντού. Στη Σμύρνη και το Κορδελιό, και την παλιά Ελλάδα…».


Ο Κώστας Χαρδαβέλλας, «ΑΕΚιτζής» από τα γεννοφάσκια του, εμφανίζεται πλημμυρισμένος από οργή. Τρομάζεις όταν τον βλέπεις, θαρρείς έτοιμο για όλα. Και βέβαια, με τέτοια οργή στο βλέμμα, θα ’λεγες ότι τα λόγια περιττεύουν. Ωστόσο, είναι δημοσιογράφος (και μάλιστα από τους καλούς). Έτσι, δεν αρκεί μόνο η οργή· θέλει και να μιλήσει – να τα πει έξω από τα δόντια: «60 χρόνια δημοσιογράφος, δεν έχω μάθει να μασάω τα λόγια μου. Η ΑΕΚ δεν έπεσε καθαρά. Την ΑΕΚ την έριξαν κάποιοι για τους δικούς τους λόγους. Θα τα πούμε αυτά όταν έρθει η ώρα. Θα αποκαλύψω όσα δεν είπα και δεν έγραψα. Με αποκαλυπτικά ρεπορτάζ μέσα από την εκπομπή μου. Πίσω από τον υποβιβασμό της ΑΕΚ υπάρχουν σκοτεινά κέντρα και συμφέροντα. Ένας αθέατος κόσμος».  

 

Για τον διορατικό Τάκη Βαμβακίδη, τα πράγματα είναι πολύ καθαρά, και τα επισημαίνει με την γνωστή Ποντιακή ευθύτητα: «Λυπάμαι και θυμώνω για αυτά που έκαναν στην ΑΕΚ. Ο υποβιβασμός της είναι πέρα για πέρα άδικος. Ο τρόπος που την αντιμετώπισε η Πολιτεία ισοδυναμεί με ανατροπή και πέναλτι».



Ο διακεκριμένος ηθοποιός μας Γιάννης Βούρος, ο αγαπημένος όλων των Ενωσιτών Γιάννης, άφησε τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα, εκτός από το σανίδι, και στα πολιτικά μας πράγματα. Ενωσίτης από κούνια, δείχνει η υπόθεση της ΑΕΚ να τον πονά βαθιά (ειδικά το θέμα της κατασκευής του γηπέδου). Η οργή ξεχειλίζει. Αναβλύζει από μέσα του σαν καυτή λάβα: « Είμαι συνέχεια με ένα φλασάκι στο μυαλό. Δεν μπορείς να αλλάξεις την κατεύθυνση του ανέμου. Μπορείς όμως να αλλάξεις θέση στα πανιά. Αριστοτέλης. Χρειάζεται να μπει γερό θεμέλιο (21). Δεν θέλω να πω τίποτα περισσότερο! Είμαι οργισμένος με όλα αυτά που βλέπω! Έχω βγει απ’ τα ρούχα μου!»

 

Αλλά και ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο σεβαστός μας Πατριάρχης, σοβαρότατος – όπως φαίνεται – άνθρωπος, έχει να καταθέσει τον δικό του παραμυθητικό λόγο για την βυζαντινογέννητη ΑΕΚ: «Η ΑΕΚ είναι κυρίως ιδέα. Και αι ιδέαι δεν αποθνήσκουν». Η δήλωση αυτή, σύμφωνα με αξιόπιστούς παρατηρητές, ίσως και να γείρει αποφασιστικά την πλάστιγγα. Υπέρ της ΑΕΚ, φυσικά.


Ό,τι και να πεις για τον Γιώργο Πάντζα είναι λίγο. Ο Γιώργος δεν έπαψε, όλα τούτα τα χρόνια, να οργίζεται και να πονά. Πολύπειρος πολιτικός πια (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΚΚΙ, ΣΥΡΙΖΑ), ένας άνθρωπος που 24 ώρες το 24ωρο ζει και αναπνέει πολιτικά, το πρόβλημα της αγαπημένης του Ένωσης δεν μπορεί παρά να το δει (και αυτό) από πολιτική σκοπιά: «Η ΑΕΚ πληρώνει την προοδευτική ιδεολογία του Λαού της. Το πρόσφατο επεισόδιο με το σύντροφο τον Δημήτρη τον Στρατούλη (σ.σ. ‘βουλευτής Στρατούλης εδώ, με χτυπάει η Χρυσή Αυγή!’) ήταν ένα πρώτο γερό δείγμα για το που πήγαιναν τα πράγματα. Το πρώτο μεγάλο καμπανάκι. Τι καμπανάκι… Καμπάνα! Καμπάνα της Αγιά Σοφιάς! Η ΑΕΚ ήταν πάντα η ομάδα των κατατρεγμένων. Ο σύλλογος των καταφρονεμένων. Αυτών που ένιωθαν την αδικία στο πετσί τους.  Η ΑΕΚ είναι ένα μετερίζι αντίστασης, ένα έμπλαστρο δημοκρατίας, ένα κατάπλασμα ελευθερίας! Αυτό πληρώνει σήμερα».


Ο καταξιωμένος στιχουργός μας, ο «Πρόεδρος» Λευτέρης Παπαδόπουλος, γλαφυρός όπως πάντα και θαλερός όσο ποτέ, μας ανοίγει την καρδιά του καβάλα στο δελφίνι των αναμνήσεων. Ξετυλίγει το κουβάρι μιας ζωής γεμάτης δυνατά αισθήματα. Αναπολεί τα παλιά και τα συγκρίνει με τα τωρινά, γεμίζοντάς μας συγκίνηση μα συνάμα και μελαγχολία: «Ραγίζει η καρδιά μου να βλέπω έτσι την προσφυγομάνα ΑΕΚ. Να πηγαίνει σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά. Τα έλεγα πριν από λίγο και στον Διαμαντή τον Πεπελάση… Τέτοια στεναχώρια είχα να πάρω από τότε που έγραψα τον νέο ύμνο της ΑΕΚ και ο κόσμος συνέχισε να τραγουδάει τον παλιό. Ήταν αλλιώς παλιά. Θυμάμαι τη μάνα μου, εκείνη τη μάνα, την ηρωίδα μάνα, που έπλενε σκάλες για να μπορέσει να μου δώσει μια δραχμούλα, να πάω να δω την αγαπημένη μου ομάδα. Φτώχια. Μεγάλη φτώχια τότε. Και πείνα. Μεγάλη πείνα. Χαμοζωή. Θυμάμαι κατεβαίναμε, φτωχομάνι τότε, με τα πόδια από το σπίτι μου μέχρι το 2ο  Γυμνάσιο Αρρένων, να μαζευτούμε για να πάμε παρέα στο γήπεδο. Φτωχολόι. Εγώ βέβαια είχα επιτυχία και στα κορίτσια. Ήμασταν φτωχοί, αλλά συνέχεια ερωτευμένοι τότε. Ήταν ένα κορίτσι, η Μυρσίνη, ΑΕΚ κι αυτή… Βλέπαμε ένα γιασεμί στο περβάζι, ένα μορτάκι, ένα μεθυσμενάκι κι αυτό μας γιόμιζε δύναμη και ελπίδα… Ωραία χρόνια… Δύσκολα, αλλά ωραία χρόνια… Δεν είχαμε λεφτά, είχαμε όμως αγάπη κι όνειρα… Και πριν βγούμε στο σεργιάνι για το γήπεδο, το απομεσήμερο, η μάνα, η φτωχή αυτή μάνα, η πλύστρα, η ηρωίδα, μου ετοίμαζε, μέσα σε μια καμαρούλα μια σταλιά δύο επί τρία,  να φάω κάτι, να μη πάω νηστικός. Ό,τι υπήρχε. Ένα κεφτεδάκι, λίγη μανέστρα…».


Ο αγωνιστής Στέφανος Ληναίος, παλιός κι εκείνος, δείχνει να συμμερίζεται το κλίμα των διηγήσεων του Λευτέρη, αλλά το πάει ακόμη πιο μακριά το πράγμα. Βλέπει ξένο δάκτυλο. Και μάλιστα γερμανικό. «Συμπαθώ την ΑΕΚ. Γιατί εκφράζει την αντίσταση στον παλιό και νέο κατακτητή της πατρίδας μας. Αυτό δεν άρεσε. Πίσω από τον υποβιβασμό της κρύβεται Ένας Εχθρός του Λαού. Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος. Τελικά, πιο πιθανό μού φαίνεται να παντρέψω την κόρη μου τη Μαργαρίτα παρά να επικρατήσει δικαιοσύνη στον κόσμο. Όχι μόνο δε μας δίνουν τις γερμανικές αποζημιώσεις, αλλά μας αποζημιώνουν και με υποβιβασμό της ιστορικότερης ομάδας της χώρας. Μετά απ’ αυτό, θα έχει άδικο ο υπερήφανος, αντιστασιακός λαός της ΑΕΚ να βροντοφωνάξει στους Γερμανούς δανειστές-τοκογλύφους ‘δεν πληρώνω-δεν πληρώνω’»;