Friday, December 25, 2015

Τα Χριστούγεννα του Θωμά



Μονάχος του θα πέρναγε την άγια τούτη μέρα των Χριστουγέννων ο αγωνιστής Θωμάς. Μα το ’χε συνηθίσει πια. Ή τουλάχιστον έτσι έλεγε. Άλλωστε, η κοινωνικότητα ποτέ δεν ήταν το φόρτε του. Μονάχος του επέρναγε σχεδόν όλες τις γιορτές τα τελευταία χρόνια. Σαν τον «μοναχικό πολυπράγμονα». Αφού φίλους και συγγενείς δεν είχε. Ούτε και οικογένεια. Μονάχα συντρόφους είχε. Αφού είχε σφυρηλατήσει αγωνιστικές σχέσεις, χρόνια τώρα, στο αμόνι των κοινωνικοπολιτικών αγώνων. Αλλά οι συναγωνιστές είχαν τις δικές τους οικογενειακές υποχρεώσεις. Και δεν μπορούσαν να κάμουν Χριστούγεννα με τον Θωμά. Κι ας τους έλεγε εξακολουθητικά «ελάτε μωρέ συναγωνιστές να στήσουμε ένα χριστουγεννιάτικο γλέντι!» – τίποτε αυτοί. Άλλωστε, τώρα πια είχε απομακρυνθεί κι από δαύτους, μετά τη σύνθλιψη των ονείρων του παλιού τού χρόνου· πάνω στα θρύψαλα των θρυμματισμένων  προσδοκιών της κοινωνικοπολιτικής ανατροπής. Μόνος του, λοιπόν, θα ’κανε και φέτο Χριστούγεννα ο Θωμάς. Δεν του κακοφαινόταν όμως. Ή τουλάχιστον έτσι έλεγε. Πολλά χρόνια είχε να κάνει γιορτές με άλλον άνθρωπο. Από τότε που ’χασε τη μάνα του. Ούτε το τηλέφωνο χτυπούσε. Να βρεθεί ένας άνθρωπος, ένας παλιός συναγωνιστής, να του ευχηθεί. Ή, ακόμη καλύτερα, και να του απευθύνει πρόσκληση – έστω μια πρόσκληση της τελευταίας στιγμής. Δεν θ’ άφηνε, όμως, τη μοναξιά να του ρίξει το ηθικό· να τονε καταβάλει. Γιορτάρες μέρες, κι έπρεπε να γιορτάσει λιγάκι κι αυτός. Έστω εκ των ενόντων. Έστω και μόνος. Δέντρο είχε στολίσει ο Θωμάς. Το ίδιο κι απαράλλαχτο δέντρο, ύψος ένα και δέκα, που στόλιζε χρόνια τώρα. Το μόνο που έμενε ήταν να φάει χριστουγεννιάτικα. Να κρεοφαγήσει. Και παρακάθισε σε γεύμα για έναν. Έφκιασε, λοιπόν, δυο μπιφτέκια – απ’ τα μεγάλα. Και μια μεγάλη τοματοσαλάτα με φέτα και κρεμμύδι – θεέ μου, πόση μεγάλη ήτανε! Έφαγε και ψωμί. Χωριάτικο. Μισό καρβέλι. Και ήπιε κι ενάμισο κιλό κρασί. Γιοματάρι. Απ’ τα Μεσόγεια. Κι αφού απόφαγε, έριξε κι έναν ύπνο. Τρικούβερτο. Καλά ήτανε. Του χρόνου, μπορεί και να πέρναγε κι ακόμα καλύτερα Χριστούγεννα. Με παρέα. Παρέα καλή. Μακάρι. Γιατί η ελπίδα, όπως λέει κι ο λαός μας, πεθαίνει πάντα τελευταία. Γιατί το δικαίωμα του Θωμά να ελπίζει, κανένας πούστης, κανένας φασίστας, δεν μπορούσε να του το στερήσει.

/σχετικά άρθρα/
Η Πρωτοχρονιά του Θωμά

Tuesday, December 22, 2015

Gary Glitter: ροκ, ανορθόδοξος έρωτας και περούκα



Οι ήχοι της ροκ μουσικής ηχούν εκκωφαντικά, συνάμα δε κι ευχάριστα, στα αυτιά όλων μας όταν μιλούμε για τον Gary Glitter. Έναν καλλιτέχνη που άφησε δυνατό στίγμα στον χώρο της δυναμικής μουσικής· της μουσικής που ’ρθε για ν’ αλλάξει τον κόσμο!


Το πολυχρόνιο κυνηγητό και η τελική καταδίκη (και μάλιστα βαριά) του καλλιτέχνη Glitter για το αδίκημα της παιδοφιλίας εγείρει ερωτήματα – ερωτήματα εύλογα και πιεστικά, πέρα από κάθε αμφιβολία: Μπορεί, ελαφρά τη καρδία, για κάποια ερωτικά ζητήματα, να καταδικάζεται ένας άνθρωπος / καλλιτέχνης τη στιγμή που έχει προσφέρει στην τέχνη τόσα πολλά; Μήπως είναι επιβεβλημένο, λόγω της αξιοπρόσεκτης προσφοράς του στην καλλιτεχνία, ακόμη κι αν μπαίνουν στη μέση ορισμένα ηθικά παραπτώματα, να γίνεται κάποιο σκόντο; Να είμαστε ίσως λιγάκι μπόσικοι, βρε αδερφέ, σε κάποιες «ηθικές» ερωτοκεντρικές παρεκτροπές; Ερωτήματα καίρια, που ζητούν επιτακτικά απαντήσεις. Απαντήσεις προσεκτικές, καλά επεξεργασμένες και συνετές, κι όχι διακρινόμενες από την τσαπατσουλιά του αυθορμητισμού και της ευκολίας.


Ταπεινής καταγωγής ο Gary. Ένας εξώγαμος με μητέρα καθαρίστρια και αγνώστου πατρός. Πολύ τον ταλαιπώρησε στην παιδική του ηλικία ετούτος ο πέρα για πέρα άσκημος συνδυασμός. Αλλά τονε βοήθησε κιόλας. Γιατί του χάρισε τη δύναμη, την απολύτως χρειαζούμενη, για να βάλει έναν στόχο και να τον κυνηγήσει μέχρι τέλους. Τα κοινωνικά «πλέγματα» (© Σαράντος Καργάκος) βρήκε τη δύναμη και τα μετέτρεψε με δημιουργικό τρόπο σε μιαν ορμή άνευ προηγουμένου για κοινωνική καταξίωση και προκοπή. Σ’ ένα «θα σας δείξω ποιος είμαι εγώ ρε». Και –όπως, άλλωστε, συμβαίνει σχεδόν πάντοτε σ’ αυτές τις περιπτώσεις– τα κατάφερε!


Μικρά, τοπικά κλαμπ ήσαν τα βένιου στα οποία πρωτοπαρουσίασε το ταλέντο του, γύρω στα δεκαπέντε του. Παίζοντας στην αρχή όμορφες μπαλάντες που μπορούσαν να συγκινούν. Καθώς, όμως, μεγάλωνε, θέριευε μέσα του η δύναμη της αλλαγής, κι έτσι, περίπου αυτονόητα, επέρασε στη ροκ – στο μουσικό αυτό είδος το ριζοσπαστικό, το ταυτισμένο με τη διάθεση για κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές!


Πώς, όμως, το σημαντικότατο αυτό ροκ πακέτο μπορούσε να υπηρετηθεί συνοδεία αλωπεκίας; Αυτό αναρωτήθηκε ο Glitter, βλέποντας τα μαλλιά του να αποχωρίζονται το κρανίο του ταχύτατα, ήδη προτού συμπληρώσει καν τα δεκαοχτώ! Ήξερε πως δεν μπορούσε να είναι ένας σωστός, ένας υποδειγματικός ρόκερ διαθέτοντας μια λαμπερή φαλάκρα. «Κι ο Γιάννης Ζουγανέλης; Ο Λάκης Παπαδόπουλος με τα ψηλά ρεβέρ; Ο Τζώνυ Βαβούρας;» θα ρωτήσει αντιπαραθετικά ο Έλληνας παντογνώστης. «Όλοι ετούτοι πώς μπορούν να είναι και φαλακροί και ρόκερ ολκής;» θα αναρωτηθεί εξυπνακίστικα. Λησμονώντας ότι εδώ είναι Ελλάδα που, επειδή όλα σ’ αυτόν τον τόπο γεννήθηκαν, διακρινόμαστε κι από ’να πνεύμα ευρυχωρίας. Εκεί, όμως, είναι Αγγλία, στενά μυαλά, με μιαν αντίληψη της ροκ άκρως περιοριστική. Οι εποχές, με άλλα λόγια, δεν επέτρεπαν τον συνδυασμό φαλάκρας και ροκ. Κι έτσι, με βαριά καρδιά, ο αποφασιστικός Glitter αποφάσισε να προχωρήσει στη λύση της περούκας.


Αρκετοί, φίλοι και συνεργάτες, παρατήρησαν την αλλαγή επί της κεφαλής του καλλιτέχνη. Μια αλλαγή που, με τα χρόνια, γινόταν ολονέν και πιο εμφανής, αφού οι περούκες γίνονταν ολονέν και πιο εντυπωσιακές. Κάποιοι τις είπαν και κακόγουστες. Όμως, κανείς δεν ξεστόμισε κακό λόγο για τον καλλιτέχνη Glitter. Γιατί ουδείς επιθύμησε να τον κακοκαρδίσει. Στο κάτω-κάτω, ήτανε ρόκ. Κι οι ροκ (ας μην το ξεχνούμε ποτέ αυτό) δεν σηκώνουν εύκολα τα πολλά-πολλά και τις αντιρρήσεις…


«Ήταν πολλά ροκ ο Gary!» μας αποκάλυψε κάποτε ένας (ενοχλητικός, απ’ αυτούς που κάθονται για λίγο στο τραπέζι του πελάτη και δεν λένε να ξεκολλήσουν) κύπριος εστιάτωρ που επιχειρεί στην Αγγλία, κι ο οποίος είχε παρακολουθήσει με ζήλο στα νιάτα του τη σχετική μουσική σκηνή της Βρετανίας. «Ρόκερ δυνατός, αλλά και περφόρμερ να σε φυλάει ο θεός! Πίστεψέ με, τον είχα δει πολλές φορές. Ήταν σημαντικός. Πολλά σημαντικός!». Και ομολογουμένως, έτσι είχαν τα πράγματα. Επρόκειτο αναμφίβολα για έναν ρόκερ, αλλά ισόποσα κι έναν δυναμικό περφόρμερ! Καμιά αμφιβολία επ’ αυτού.


Ρόκερ αδιαπραγμάτευτος, λοιπόν, ο Glitter, χορευταράς περιωπής αν και κάπως κοντοπόδαρος, θεατρικός, ίσως και πικτσουρέσκ, τα έδινε όλα πάνω στην πίστα τιμώντας το αντίτιμο που είχαν δώσει οι χιλιάδες πιστοί του προκειμένου να τον απολαύσουν. Διαστημικές ενδυμασίες, με πολύ στρας, χρυσόσκονη και γκλίτερ, εντυπωσιακές coiffure, ψηλές ασημί και χρυσαφί μπότες-πλατφόρμες με χοντρά τακούνια, αλλά και ροκ τσαλιμάκια, συνέθεταν μια φωνητική / κινητική παρουσία απ’ τις πιο σπουδαίες και τρανές.


Ναι, ο Gary Glitter ήταν εκπρόσωπος της φαντεζί εκδοχής της ροκ, της γκλαμ ροκ! Κι αποτελούσε αναμφίβολα μια θετική παρουσία στο στερέωμα της μοντέρνας μουσικής. Με μεγάλη συνεισφορά και πολλές επιτυχίες στον ενεργητικό του. Όσο κι αν κάποιοι δεν τον αξιολόγησαν όπως του έπρεπε, φτάνοντας μέχρι και να τον ειρωνευτούν, θεωρώντας τον κατώτερο του «Ziggy Stardust» Bowie αλλά και του πρωτομάστορα Marc Bolan.


«Help, Im a rock!» τραγουδούσε κάποτε ο Frank Zappa, αλλά ο Gary Glitter ουδέποτε ένιωσε την ανάγκη για μια τέτοια επίκληση αφού ήταν γεμάτος δύναμη κι αυτοπεποίθηση. «Κι αν είμαι ροκ, μη με φοβάσαι» τραγουδούσε ένας άλλος συνάδελφος του Zappa (ή μάλλον περισσότερο του Ζουγανέλη), σκληρός και ανυποχώρητος ρόκερ, από τούτα δω τα χώματα, με εξίσου περίεργα μαλλιά, εντούτοις ούτε κι αυτή την επίκληση χρειάστηκε να επικαλεστεί ο Gary, αφού ουδείς ποτέ τον φοβήθηκε λόγω της ροκ ιδιότητάς του. Για άλλα προκάλεσε τον φόβο ο καλλιτέχνης· όταν μαθεύτηκε σιγά-σιγά ότι κατεκυριαρχείτο από ανορθόδοξους πόθους.


Ναι, έδειχνε προτίμησε στην ερωτική ανορθοδοξία o άνθρωπος ετούτος. Όπως, άλλωστε, και κάμποσοι άλλοι θεράποντες της τέχνης, αφού, όπως λένε όσοι ξέρουν, οι καλλιτέχνες έχουν μπερδεμένες ψυχές. Που μπορεί να οδηγήσουν και σε πλείστες όσες ανορθοδοξίες. Καπριτσιόζος στα ερωτικά, λοιπόν, ο Gary Glitter. Και σε κανέναν δεν είχε να δώσει λογαριασμό, παρεκτός στον Νόμο. Εξ επόψεως ενδυμασίας και μόνο, θα μπορούσες ίσως να τον πάρεις και για ομοσεξουαλιστή. Εκείνος, όμως, όχι μόνο δεν είχε παραδοθεί στον ομοερωτισμό, αλλά αγαπούσε τη Γυναίκα – και μάλιστα στη νεαρότερη δυνατή εκδοχή της.


Πράγματι, τον συγκινούσαν τα πολύ τρυφερής ηλικίας κορίτσια – τα κάτω των δεκαοχτώ. Αρχικά βρέθηκε και σχετικό παιδερωτικό υλικό στον υπολογιστή του, τυχαία, όταν τον πήγε απερίσκεπτα προς επισκευή, γεγονός για το οποίο και καταδικάστηκε στην πατρίδα του. Οπότε και, σε καθεστώς απόγνωσης, κατέφυγε άρον-άρον στο Βιετνάμ για να γλυτώσει τις επιπλέον κυρώσεις. Αλλά φαίνεται ότι κι εκεί έμεινε πιστός στην ανορθοδοξία, οπότε και ταχύτατα τον απέλασαν με την κατηγορία της παιδεραστίας. Αργότερα, τα δικαστήρια του Βιετνάμ (ναι, υπάρχουν κι εκεί δικαστήρια!) τον καταδίκασαν σε τριετή κάθειρξη. Για να επιστρέψει ακολούθως στην Αγγλία όπου και υπέστη νέες διώξεις – πάντα με την κατηγορία της ανορθόξης ερωτοπραξίας.


Καλούσε, λέει, κοριτσόπουλα στο καμαρίνι του διά τα περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με το κατηγορητήριο. Εκείνος, όμως, αρνήθηκε διαρρήδην την κατηγορία, με το επιχείρημα ότι δεν επερίσσευε χρόνος. Καθότι, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του, μετά από κάθε παράσταση δεν είχε περιθώρια για έρωτες, με κορίτσια μικρής ή μεγαλύτερης ηλικίας, δεδομένου ότι έπρεπε να περιποιηθεί την περούκα του. Η οποία, μάλιστα, «όσο πέρναγαν τα χρόνια, τόσο μεγάλωνε σε διαστάσεις» κατά δήλωσιν του ιδίου. Το ίδιο επικαλέστηκε και στο δικαστήριο: «Δεν γινόταν να δέχομαι κορίτσια στα καμαρίνια, κύριε Πρόεδρε. Χρειαζόμουν να ξοδεύω τουλάχιστον περί την μία και μισή ώρα καθαρίζοντας από τον ιδρώτα της παράστασης την περούκα μου. Είχα να αντιμετωπίσω το τεράστιο πρόβλημα της φαλάκρας. Και φαλακρός, ξέρετε, δεν μπορούσα να εμφανιστώ ενώπιον των θαυμαστριών μου…» δήλωσε ενόρκως ο εντυπωσιακός καλλιτέχνης προς υπεράσπισιν του εαυτού του. Πάντως, όπως και να ’χει το πράγμα, ο Glitter ήταν και ευγενής, ξεχωριστά γκαλάντης, είτε επετύγχανε είτε όχι τον στόχο του. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι, όταν κάποτε αποπειράθηκε να συνευρεθεί με ανήλικη, χωρίς όμως επιτυχία, αργότερα, σε ένδειξη αβροφροσύνης, ο φιλόφρων καλλιτέχνης τη φιλοδώρησε μ’ ένα σοκολατένιο πασχαλινό αυγό.


Η φθορά του είδους μουσικής που διακόνησε ο Glitter, συνάμα δε και η υστερία των Εγγλέζων με την παιδοφιλία (κι εδώ αξίζει να θυμίσει κανείς το αριστουργηματικό επεισόδιο Paidophilia από το περίφημο Brass Eye του σημαντικότερου σήμερα σατιρικού καλλιτέχνη, Chris Morris, όπου και στηλίτευε, ειρωνευόμενος, την υστερία πάνω στο θέμα της παιδοφιλίας) τον είχαν θέσει οριστικά στο περιθώριο. Γιατί την αγάπη του για την νεότητα, σε καιρούς υπέρτατης αυστηρότητας απάνω στα θέματα αυτά, ουδείς του τη συγχώρεσε. Ίσως υπεραπλουστεύοντας, αλλά ενδεχομένως και δαιμονοποιώντας. Αυτό, βέβαια, θα το κρίνει τελικά η δικαιοσύνη· την οποίαν εμείς πάντα σεβόμεθα και υποληπτόμεθα. Η αντιμετώπιση της αγάπης προς τις νεώτερες ηλικίες, πάντως (αν εξαιρέσει κανείς κυρίως το στοιχείο του βιασμού, μια ολωσδιόλου αντιδημοκρατική επιλογή υπό την έννοια ότι ο βιασθείς συνάνθρωπός μας δεν συναινεί), έχει πλέον λάβει, σε αρκετές περιπτώσεις, έναν υπερβολικό, παθολογικό χαρακτήρα. Σε βαθμό που να κωλυόμεθα πλέον ακόμα και να χαϊδέψωμε στοργικά το κεφάλι ενός παιδιού στο πάρκο, φοβούμενοι μήπως οι περισσότεροι θεωρήσουν πως θέλομε να ασελγήσωμε – να πασπατέψωμε το παιδί ή ακόμη και να το πηδήσωμε.


Άσε που, ειδικά σήμερα, μια δεκαπεντάχρονη ή δεκαεξάρικη κόρη λ.χ. μπορεί να είναι μια γυναίκα κανονική. Μια Λολίτα που μπορεί να αποτελεί ένα πραγματικό ηφαίστειο! Που μπορεί και κορώνει. Που γεννά πόθους. Που οδηγεί συχνά σε ανομολόγητες σκέψεις. Και που με τη λάβα της, μα το θεό, μπορεί και να σε κάψει! Ας μην προχωρήσουμε, όμως, περισσότερο σε παρόμοιους προβληματισμούς, κι ας μην συνεχίσουμε να μοιραζόμαστε με τους αναγνώστες μας τέτοιες προκλητικές σκέψεις, γιατί, συν τοις άλλοις, καιροφυλακτεί και ο απηνής διώκτης της διαφθοράς και του ηλεκτρονικού εγκλήματος, κ. Μανώλης Σφακιανάκης, και ποιος ξέρει ίσαμε πού μπορεί να φτάσει εντοπίζοντας τέτοιες σημειώσεις… Κάνουμε, λοιπόν, τον σταυρό μας, ζητούμε συγχώρεση και ολοκληρώνουμε.


Όταν ο Gary Glitter τραγουδούσε, φορώντας και την περούκα του, «Every growinboy needs a little joy, do you wanna touch me there?», απαντώντας μάλιστα «Oh, yeah», είχε αφήσει να φανούν οι κρυφές του επιθυμίες να σπάσει τα δεσμά της καθεστηκυίας ηθικής· να κινηθεί ενάντια σε κάθε παραδεδεγμένη ηθική δεοντολογία· να διεκδικήσει χωρίς περιστροφές την ικανοποίηση του πόθου του. Τώρα τον καλούν ν’ αλλάξει ρότα. Γνωρίζουμε βέβαια, ευτυχώς, από τις επανειλημμένες αναφορές της καλής εφημερίδας Ορθόδοξος Τύπος, την οποία διαβάζουμε μετά μανίας, πως δεν υπάρχει «εργοσωτηρία» αλλά «Χριστοσωτηρία». Μετρά, ως έπος ειπείν, για τη σωτηρία του ανθρώπου η πίστη και όχι τα έργα, που λειτουργούν απλώς και μόνον επικουρικώς, με τη Χριστοπίστη να κρατά τα ηνία. Πράγμα που ίσως εξυπηρετεί τον στόχο της ψυχικής σωτηρίας του συγκεκριμένου καλλιτέχνη, αφού το να πιστέψει στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τώρα που έρχονται και Χριστούγεννα, ναι, ίσως, εκεί μέσα στο κελί του, και να το μπορεί· αλλά στο επίπεδο των έργων σίγουρα δεν μοιάζει πρόθυμος να μεταβάλει στάση. Μια περαιτέρω απόδειξη αυτού, ότι ουδέποτε, ούτε καν στις ιερές αίθουσες των δικαστηρίων, έδειξε να μετανοεί για τις πράξεις του, ούτε και ζήτησε από κανέναν συγχώρεση. Φιλοδωρώντας δικαστές και κοινή γνώμη μ’ ένα τολμηρό γιόλο. Γιατί αυτός ήταν ο Garry Glitter: ένας ρηξικέλευθος ρόκερ / γκλαμ ρόκερ / περφόρμερ, που ήθελε να κάνει πάντα το δικό του· στη μουσική, στον έρωτα, αλλά και στα μαλλιά του.

/σχετικά άρθρα/
Liberace: η περούκα του μακαρίτη

Thursday, December 3, 2015

Куда идет Россия?


του ανταποκριτή μας στη Μόσχα 
Άντη Σαράντη (derridahta.wordpress.com)


Αναβάλλοντας βιαίως, λόγω του φόβου που μας γέννησαν οι πρόσφατες εξελίξεις (πιθανοί πολέμοι και τα ρέστα – για ενδεχόμενο «Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο» έκαμαν λόγο οι έλληνες δημοσιογράφοι), το τετράμηνης διάρκειας ιστορικού ενδιαφέροντος ταξίδι που είχαμε οργανώσει στα ίχνη των Τατάρων, κει πέρα στις όχθες του παγωμένου Βόλγα, ερωτήματα πολλά μας βασανίζουν: Τι θα κάμει το ξανθό γένος; Πώς αντιδρά η ρώσικη αρκούδα; Θα χρησιμοποιήσει ο Ρώσος, δίκην ασπίδας, την Τέχνη, απέναντι στην πολεμική (αλλά και την καπιταλιστική) βαρβαρότητα; Είναι άραγε νεκρός ο Βλαδίμηρος και κυβερνά ο σωσίας του; Αποτελούν οι προφητείες του Γέροντος Παϊσίου τον μπούσουλα για να καταλάβομε και –γιατί όχι;– να προβλέψομε τις εξελίξεις; Τι εννοούσε ο αείμνηστος Γρηγόρης Μιχαλόπουλος, χριστιανός ορθόδοξος μέχρι τα μπούνια, όταν έλεγε «εγώ πιστεύω στην ορθοδοξία χωρίς να σκέφτουμαι, όπως ακριβώς κι ένας ρώσος μουζίκος»; Θα ζητούσε άραγε ο (νηφάλιος πλέον) Σίμος Κεδίκογλου από τον Eduard Limonov να κάμει από πλευράς του ό,τι είναι μπορετό ώστε, σε μιαν ενδεχόμενη σύρραξη, να μην πάρουν τον ταλαίπωρο ελληνικό λαό τα ρώσικα σκάγια; Τι θα έλεγε, επηρεασμένη από τον πατέρα της Μάνο Ζαχαρία, η Μάσα στον Παναγιώτη, εφόσον ο τελευταίος δεν είχε αποτύχει στην πολιτική και ίσως ήταν σήμερα, όπως τόσοι πρώην πασόκοι και νυν συριζαίοι, υπουργός  και μάλιστα της Άμυνας; Θα ξαναχτυπούσε ο Khrushchev το παπούτσι του στο τραπέζι, εάν ζούσε και βρισκόταν και τώρα στα πράγματα; Πολλές οι ερωτήσεις. Ο ανταποκριτής μας στην Μόσχα, Άντης Σαράντης, μοιάζει να έχει (κάποιες από) τις απαντήσεις. V.


Οι τελευταίες μέρες στην Μόσχα, την πρωτεύουσα της «μητέρας Ρωσίας» και Μέκκα των τεχνών και απανταχού εξεγερμένων, σίγουρα δεν είναι απλές, συνηθισμένες μέρες. Είναι απολύτως βέβαιο (τόσο βέβαιο που ακόμα και η παραμικρή υποψία εναντίον αυτής της βεβαιότητας καθιστά τον υποπτευόμενο σχεδόν παράφρονα στα μάτια της κοινής λογικής) πως η πατρίδα του Πούσκιν, του Λομονόσοφ και του Λένιν ακροβατεί σε ένα τεντωμένο σκοινί, ένα σκοινί το οποίο ενώ φαίνεται παχύ και ακλόνητο (σωστό καραβόσκοινο) είναι στην πραγματικότητα λεπτεπίλεπτο και εύθραυστο σαν κομποσκοίνι, και η ενδεχόμενη κατάρρευση του απειλεί σαν ιογενές παράσιτο τις παγκόσμιες γεωπολιτικές ισορροπίες. Αυτή η ενδεχόμενη κατάρρευση, λοιπόν, μπορεί και ωθεί ακόμη και τους πλέον σκεπτικιστές να αναλογιστούν πως οι ισχυροί δεσμοί, δεσμοί ιστορικοί και προαιώνιοι, που έχει η πατρίδα μας με τους εκ Βορρά αδερφούς, μπορούν να λειτουργήσουν προς όφελος της χώρας μας.


Έτσι, ενώ η προσήλωση στις αρχές του ορθού λόγου αποτελεί απαρέγκλιτο καθήκον και «κόκκινη γραμμή», δική μας αλλά και κάθε υγιώς σκεπτόμενου πνεύματος, ίσως έχει φτάσει η ώρα να αναρωτηθούμε, ακόμα και εμείς οι μορφωμένοι, μήπως τελικά οι πολυσυζητημένες «προφητείες», αυτών των μέχρι τώρα περιθωριοποιημένων γερόντων, που θέλουν τη χώρα μας να συνεργάζεται και εν τέλει (γιατί όχι;) να γίνεται ένα με το λαμπρό ετούτο έθνος, έχουν μια κάποια βάση; Κι αν ίσως αυτές οι προφητείες δεν μπορούν να τεκμηριωθούν επιστημονικώς (γιατί με τα σημερινά δεδομένα σίγουρα δεν μπορούν), μήπως τελικά καταφέρνουν να κομίζουν ένα «πνεύμα», μια «υπαρκτή τάση», ή ακόμα και μια «προδιαγεγραμμένη συνθήκη» στο ιστορικό γίγνεσθαι; Μήπως θα πρέπει τελικά εμείς που καυχόμαστε πως παραθέτουμε τα επιχειρήματα μας στη δημόσια αρένα εξοπλισμένοι με το δώρο της λογικής, να ενσκήψουμε σ’ αυτήν τη συνθήκη, να μετρήσουμε την υλική υπόσταση που αποκτά μέσω των γλωσσικών επιτελέσεων της, κάνοντάς την ικανή να παρεμβαίνει (σε χειροπιαστό επίπεδο πλέον) στον τρόπο που εξελίσσονται τα πράγματα;


Θα έλεγε κανείς, και μάλλον δικαιολογημένα, πως ίσως η ώρα δεν είναι η πλέον κατάλληλη για αναλύσεις και εξυπνακισμούς παρά μόνο για ένα βαθύ, παρατεταμένο στοχασμό. Άλλωστε, εν προκειμένω, οι αναλύσεις και οι εκ των προτέρων προβλέψεις αυτού ή του άλλου επέκεινα, είναι καταδικασμένες να αποτυγχάνουν, μιας που είναι τελείως αδύνατο να χωρέσουν στα καλούπια τους το άλογο ταμπεραμέντο, τον ενστικτώδικο αυθορμητισμό και την αλλοπρόσαλλη φύση της Ρώσικης ψυχής – μιας ψυχής βασανισμένης αλλά και ικανής για πράξεις μεγαλειώδεις.


Αλλά ενώ το πολιτικό θερμόμετρο ανεβαίνει επικίνδυνα, δεν είναι δυνατόν να μην μπει κανείς στον πειρασμό να ιχνηλατήσει τις προκλήσεις, τις στρατηγικές παραμέτρους και εν τέλει τις ευκαιρίες που παρουσιάζει τούτη η ταραχώδης στιγμή όχι απλά για τα άμεσα ζωτικά συμφέροντα της χώρας μας, αλλά και για την χάραξη μιας γενικής, ριζοσπαστικής πολιτικής που θα  μπορεί να υπαγορεύει την πορεία μας από εδώ κι εμπρός. Μιας πολιτικής που ίσως θα μπορεί να κουβαλάει περήφανα και ανερυθρίαστα στα σπλάχνα της τις «προφητείες», και μαζί τους έννοιες όπως η αγάπη, η αλληλεγγύη και η συμπόνια, έννοιες λεπτές και πανανθρώπινες, που ο ρώσικος πολιτισμός εκφράζει και εξέφραζε εξ απ’ ανέκαθεν. Είναι ίσως η κατάλληλη ώρα, θα πρέπει να συλλογιστούμε, τη στιγμή που η κρίση μαστίζει τη φτωχή αλλά όλο θέληση και δίψα Ελλάδα, να επαναξιολογήσουμε το πλάνο βάσει του οποίου πορευόμαστε ως έθνος στα πέλαγα της Ιστορίας. Υπάρχουν άραγε άξιοι πολιτικοί ταγοί, «Ηγέτες» με το «η» κεφαλαίο, που θα κληθούν να αναλάβουν την πλεύση σε τούτο το αχαρτογράφητο μονοπάτι οδηγώντας το μικροσκοπικό αλλά περήφανο τσαρδί μας σε δρόμους ένδοξους και μακάριους; Ή μήπως θα πρέπει να αποδεχτούμε τη μοίρα μας και να συνεχίσουμε να αφηνόμαστε στα πλοκάμια του, αναμφιβόλως ζηλευτού, αλλά και ταυτόχρονα αποκρουστικά γραφειοκρατικού και τεχνο-οικονομικού οικοδομήματος που γέννησε η Ευρώπη και ο Διαφωτισμός; Το κρίσιμο ερώτημα αφορά άλλωστε όλους μας: Μήπως τελικά έχουμε χάσει κάποιες από τις πλέον αγνές μας αξίες ως κάτοικοι του πλανήτη τούτου, ως έμβια όντα εντός ενός οικοσυστήματος στο οποίο δεν είμαστε παρά ένοικοι;


Τα ερωτήματα αυτά, μιας που τίθενται μπροστά σε κρίσιμα γεωπολιτικά σταυροδρόμια που απαιτούν άμεσες και συγκεκριμένες απαντήσεις, δεν είναι εύκολο να προσεγγισθούν – ειδικά μέσω ενός ταπεινού σημειώματος όπως το παρόν. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Παρόλα αυτά (και εδώ θα πρέπει να επιμείνουμε με πείσμα γαϊδουρινό),  η δυσπρόσιτη φύση των ερωτημάτων αυτών δε θα πρέπει να μας αποκαρδιώνει, δε θα πρέπει να απορροφά το κουράγιο και σθένος που απαιτείται ώστε καταρχήν να τα θέτουμε επί τάπητος, να τα επιτελούμε εν δημοσίω και εν τέλει να τα καταστήσουμε μέρος της δημόσιας σφαίρας.


Αλλά από πού να αρχίσει κανείς να προσεγγίζει τούτη τη δαιδαλώδη κατάσταση; Καταρχήν, χάριν αντικειμενικότητας, θα πρέπει να τονίσουμε πως, ενώ πολλοί έχουν μια μάλλον εξιδανικευμένη άποψη για τη Ρωσία ως έναν τόπο εγγενούς καλοκαρδίας και αγνότητας, είναι αλήθεια πως τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια τα δίκτυα του βιοπολιτικού καπιταλισμού και των θεσμών του έχουν απλωθεί με τον πιο βίαιο τρόπο και σ’ αυτήν τη χώρα. Μπαίνοντας κανείς στο μετρό μπορεί να αντικρύσει με πραγματικό άλγος ψυχής ανθρώπους σκυμμένους πάνω από τα κινητά τους, να παίζουν παιχνίδια, να chatάρουν ή και ακόμη να κάνουν online dating. «Πόση παρακμή!», θα έλεγε κανείς, αναλογιζόμενος τη βαριά και ανυπότακτη ιστορία αυτού του έθνους. «Πόσος κυνισμός, πόση μικροψυχία», ανακράζει κανείς μπροστά στη θέα δίμετρων ξανθών παλικαριών, τα οποία αντί να βρίσκονται σε περήφανη επαγρύπνηση απέναντι στην επίθεση του παγκοσμιοποιημένου χυλού, περνούν τον ελεύθερό τους χρόνο καταπιανόμενοι με μια πέρα για πέρα εικονική πραγματικότητα.

Κάνοντας online dating στο μετρό της Μόσχας

Αλλά και στο πεδίο της σύγχρονης πολιτισμικής παραγωγής τα πράγματα δεν είναι καθόλου μα καθόλου ελπιδοφόρα. Κανείς μπορεί να παρατηρήσει στις γκαλερί, στις εκθέσεις σύγχρονης τέχνης και στα διάφορα φουάρ, όχι απλά την επιρροή Δυτικότροπων, «κονσέπτουαλ» στοιχείων, αλλά και την πλήρη ενσωμάτωση αν όχι ενεργή προπαγάνδιση αυτών. «Η σύγχρονη εικαστική σκηνή της Μόσχας», όπως τόνισε ο ιστορικός Leo Klossowski σε μια συζήτηση που είχαμε μαζί του, «έχει αλωθεί από ακατανόητες εγκαταστάσεις που όχι μόνο δεν  προωθούν καμία αίσθηση “ρωσικότητας” αλλά συνεργούν στην ιστορική λήθη, στο τέλμα που χαρακτηρίζει τις αλλοτριωμένες υποκειμενικότητες του καιρού μας». Γιατί, ρωτάμε απελπισμένοι, γιατί;

Μια εγκατάσταση σε γκαλερί σύγχρονης τέχνης της Μόσχας

Με λύπη μας επίσης διαπιστώσαμε πως η μουσική σκηνή της Μόσχας δε θυμίζει σε τίποτα τις μέρες της ένδοξης «Καλίνκα», του «Ότσι Τσόρνιε» ή του θρυλικού «Ε, Νταρόγκι». Χωρίς νεύρο και προσανατολισμό, θα λέγαμε πως η μουσική σκηνή της Μόσχας παραδέρνει (επιεικώς) μεταξύ ενός φτηνού ρωσοπόπ και μιας εξεζητημένης, αμερικανοποιημένης τζαζ. Πόση θλίψη να χωρέσει στη καρδιά μας όταν όλο λαχτάρα προσερχόμαστε σε συναυλίες να απολαύσουμε τις ένδοξες πολυπληθείς ρωσικές ορχήστρες που κάποτε κυριαρχούσαν στην παγκόσμια σκηνή, και αντί αυτών αντικρίζουμε σχήματα τριών και τεσσάρων ερασιτεχνών με ηλεκτρικές κιθάρες και σίνθια που προσποιούνται τους μουσικούς;

Εισαγόμενη μουσική παραγωγή στη Μόσχα

Παρόλα αυτά, η αποκαρδιωτική εικόνα τούτη, γρήγορα δίνει τη θέση της σε μια άλλη εικόνα, μια ηλιόλουστη εικόνα που όχι μόνο μας γεμίζει υπερηφάνεια, αλλά και μας εξοπλίζει με αμέτρητες ελπίδες, προσδοκίες και σθένος για τις δύσκολες μάχες που έρχονται. Μόλις στρίβουμε λίγο παραπέρα είναι γνωστά τα πρόσωπα που αντικρίζουμε. Και παρότι, όπως προείπαμε, η ορθολογική μας υπόσταση δεν μας επιτρέπει να συνηγορήσουμε με τις λεγόμενες «προφητείες» τους (κάποιοι κακεντρεχείς θα τις ονόμαζαν μέχρι και «μαγγανεία»), δεν μπορούμε παρά να αισθανθούμε μια εθνική ανάταση, μια πνευματική εγρήγορση και εν τέλει μια ανείπωτη χαρά να διαπερνάει τη σπονδυλική μας στήλη όταν η όψη τους ξαφνικά εισέρχεται στο αντιληπτικό μας πεδίο. «Ναι!», κάνει μια φωνούλα μέσα μας, «αυτή είναι η πραγματική Ρωσία, η χώρα που ξέρει ακόμη να τιμά ανθρώπους που κρατάνε το λάβαρο των ιδεών ψηλά!»


Οι άνθρωποι που κρατάνε το λάβαρο των ιδεών ψηλά

Είμαστε σίγουροι πως αυτά τα παιχνιδιάρικα προσωπάκια με τα φλογερά, αχαλιναγώγητα μούσια και τις πύρινες, κίνκυ ματιές, έστω κι αν βρίσκονται σε έναν πάγκο στη μέση του πουθενά, πάγκο γωνιακό και χαντακωμένο που πλάι του διαβάτης δε μοιάζει να διαβαίνει, θα καταφέρουν –και μάλιστα σύντομα– να κερδίσουν  την ειλικρινή και καλόκαρδη ψυχή της ρώσικης αρκούδας. Ελπίζουμε, αν και μέσα μας είμαστε σχεδόν βέβαιοι, πως αυτές οι καλοκάγαθες (και κάπως pervert είναι η αλήθεια) φατσούλες θα καταφέρουν να ηγεμονεύσουν πνευματικά, με Γκραμσιανούς όρους, τη Ρωσική ψυχή, ωθώντας την να γυρίσει περήφανα την πλάτη της στις σειρήνες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και να στραφεί ξανά σε αξίες οικουμενικές, αξίες που λογιάζουν την πραγματική και αδιαμεσολάβητη ανθρώπινη επαφή ως κάτι το Ωραίο, το Μεγάλο, το Παντοτινό, αξίες που τολμούν να αφηγούνται το προαιώνιο και ασταμάτητο ανθρώπινο Δράμα, αλλά και που δεν ντρέπονται να αγκαλιάζουν τις μικρές, καθημερινές απολαύσεις –το γέλιο, τη χαρά και τον έρωτα– έχοντας τόσο αφειδώς εκφραστεί από έναν Τσαϊκόφσκι, έναν Ντοστογιέφσκι, έναν Γιέγκορ Λέτοβ (για τον τελευταίο δεν είμαστε 100% σίγουροι). Και εν τέλει αναλογιζόμαστε, ακόμα κι εμείς οι σκεπτικιστές και ταγμένοι εραστές της Λογικής, μήπως ετούτες οι προφητείες των σοφών μας μοναχών μπορούν να κομίσουν (έστω και για λίγο) φως Ελληνικό, φως γαλάζιο στις υπνωτισμένες ψυχούλες των αδερφών μας, μήπως οι γλυκές γεροντίσιες τους φωνούλες, φωνές παθιασμένης σύνεσης, καταφέρουν να αναγεννήσουν, να εκτοξεύσουν στα ουράνια τη ρώσικη μουσικότητα, μια μουσικότητα με «καρδιά», ειλικρινή και αφοσιωμένη, ή μήπως τελικά οι λάγνες και ελαφρώς σαδομαζό ματιές τους μπορέσουν να ξυπνήσουν τον απολεσθέντα τους ερωτισμό, αυτόν τον άμεσο, άγριο, «σκυλίσιο» ερωτισμό που δε χρειάζεται κομπιούτερς και αριθμούς για να τελεσφορήσει.