Thursday, March 31, 2016

Με λένε Γιάννη Δημαρά!



πάνω από κάθε τι άλλο λογαριάζει για μένα, για να μην τα πολυλογώ, η ανθρωπιά
Γιώργος Σεφέρης, επιστολή προς Νάνο Βαλαωρίτη (6/12/1950)


Πολλούς έχει προβληματίσει η παρατεταμένη σιωπή του διακεκριμένου δημοσιογράφου και πολιτικού Γιάννη Δημαρά – ενός πραγματικού Ανθρώπου. Ειδικά ενόσω δεν υπήρχε πουθενά σημάδι ότι η κατάσταση αυτή επρόκειτο να λήξει σύντομα και να ξανάβρει ο αγαπητός Γιάννης τη μιλιά του. Σε τούτους τους καιρούς τους κρίσιμους, τους δύσκολους για τον χειμαζόμενο απλό λαό μας, εύλογα ολοένα και περισσότεροι αναρωτιούνται: «Πού το πάει ο Γιάννης; Γιατί σιωπά; Πότε επιτέλους θα σπάσει λιγάκι τη σιωπή του;». Ειδικά τούτες τις ώρες, που ο λαός μας δοκιμάζεται σκληρά και λείπουν οι πραγματικά φιλολαϊκές φωνές της ευαισθησίας (αλλά και της εμβέλειας) του Γιάννη. Ο Δημαράς, τόσα χρόνια, έμοιαζε να ξέρει την πολιτική – και να την ξέρει καλά. Όπως και τη δημοσιογραφία, άλλωστε. Έχοντας δώσει τα διαπιστευτήριά του. Τι φταίει, λοιπόν, για τούτη τη σιωπή; Γιατί αποφεύγει τη δημόσια παρέμβαση; Δεν συναισθάνεται το βάρος της ευθύνης; Γιατί δεν τον βλέπουμε πια ούτε καν στις εκπομπές του Σπύρου Παπαδόπουλου; Να παίρνει, όπως τον συνηθίσαμε, το μικρόφωνο στο χέρι και να μας χαρίζει όμορφα σεγόντα και συναρπαστικούς λαρυγγισμούς απάνου σε λαϊκά μοτίβα, σιγοκλείνοντας αισθαντικά και τα μάτια δίνοντας κουράγιο στον λαό μας; Πού ’σαι βρε Γιάννη Δημαρά, καλέ και άγιε Άνθρωπε, ειδικά τώρα που σε χρειάζονται όσο ποτέ πατρίδα και λαός;


Έχοντας τόσες απορίες, κάναμε κάποια τηλεφωνήματα («ρε πούστη, έχεις εξαφανιστεί από προσώπου γης, τηλέφωνα δεν σηκώνεις, και παίρνεις για να ρωτήσεις για τον τελειωμένο τον Δημαρά;»). Και (επιτέλους!) βρήκαμε την άκρη. «Ο Γιάννης είναι πικραμένος!» μας ενημερώνει άνθρωπος που γνωρίζει. «Και μάλιστα πολύ. Ο λαός δεν τον σεβάστηκε και του γύρισε την πλάτη!» συμπληρώνει. Μεγάλο πλήγμα αυτό για έναν πολιτικό. Ειδικά για έναν πολιτικό πέρα για πέρα φιλολαϊκό, που έδωσε τη ζωή του ολάκερη στην υπόθεση που ονομάζεται δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία. Με τόση πίκρα να έχει συσσωρευτεί στην ψυχή του ευαίσθητου Γιάννη, η παράταση της σιωπής του λογικά μοιάζει αναπόδραστη. Γιατί ο Γιάννης νιώθει πληγωμένος, θα έλεγε κανείς στραπατσαρισμένος. Επειδή δεν μπορεί να προσφέρει στον συνάνθρωπο – αυτός είν’ ο λόγος, αφού ο ίδιος ουδέποτε είχε έγνοια για τον εαυτό του και το ιδιοτελές του συμφέρον. Φέρνοντας στον νου μας τη (ρητορική) διερώτηση του Roland Barthes «η αδιαφορία για τον εαυτό σου δεν αποτελεί τη συνθήκη ενός είδους καλοσύνης;». Κι όλοι ξέρουμε ότι ο Γιάννης ο Δημαράς δεν είναι απλώς καλός· είναι ένας επαγγελματίας της καλοσύνης.


Πικραμένος, λοιπόν ο Γιάννης. Συνθλιμμένος. Ακυρωμένος. Κι όμως. Ο Δημαράς μοιάζει, ακόμη και τούτες τις πικρές ώρες, να διακατέχεται από ψυχικό μεγαλείο. Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι, δαμάζοντας την (ανθρώπινη και δεδικαιολογημένη) πικρία, κάνει πέτρα την καρδιά του, μαζεύει τα κομμάτια του, οπλίζεται με δύναμη ψυχής και ετοιμάζεται οσονούπω για τη μεγάλη επιστροφή! Με άλλα λόγια, δεν είναι μακριά η ώρα που ο τολμηρός Γιάννης θα είναι και πάλι μαζί μας! «Είναι ψυχούλα ο Γιάννης. Δεν θ’ αφήσει την πατρίδα απροστάτευτη. Ούτε και τον απλό κόσμο, τον αδικημένο. Προετοιμάζεται. Αφουγκράζεται τις επιθυμίες αλλά και τις ανάγκες του λαού μας, και, να ’σαι σίγουρος, όπου να ’ναι επιστρέφει!» μας ενημερώνει παλαιός του γνώριμος. Οι καμπάνες ηχούν χαρμόσυνα στα αυτιά όλων των ταλαίπωρων Ελλήνων με τούτα τα ευφρόσυνα νέα. Πληροφορούμεθα, λοιπόν, ότι, αισίως στα 76 του, δηλώνει έτοιμος για μεγάλα πράγματα ο ρέκτης Γιάννης. Πρώτα-πρώτα, σχεδιάζει τη δυναμική ανασύσταση του Πανελλήνιο Πολιτών Άρμα (ΠΑ.Π.ΑΡ) – κι αυτό από μόνο του λέει πολλά. «Κοντοπρόθεσμος» στόχος η είσοδος στη βουλή την επόμενη τετραετία· μεσοπρόθεσμος, η εμπέδωση του Άρματος ως ισχυρό κόμμα της αντιπολιτεύσεως την μεθεπόμενη· και, απώτερος στόχος,  η συμμετοχή –ναι, γιατί όχι, η συμμετοχή– του Γιάννη στην κυβέρνηση την αντιμεθεπόμενη. Όχι κι άσκημοι στόχοι για τον Δημαρά. Στόχοι που δεν στερούνται φιλοδοξίας – μήτε κι αισιοδοξίας.


Καλά όλα τούτα και εξαιρετικά ελπιδοφόρα. Εκείνο που χρειάζεται, όμως, απαραιτήτως, είναι ένα: ν’ απομακρυνθεί οριστικά ο Γιάννης από τη μεγάλη του αδυναμία· το πιοτό. Να καταστεί  νηφάλιος, προκειμένου να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών. Για να δώσει μάχες – μάχες που προβλέπονται σκληρές και αδυσώπητες, μάχες υπέρ λαού μέχρι τελικής πτώσεως. Προσπάθησε και κατά το παρελθόν ο Γιάννης να πάρει διαζύγιο από το «νερό που καίει». Κι εδώ του αξίζει ένα μπράβο. Έστω κι αν το αποτέλεσμα δεν τον δικαίωσε. Εζήτησε και βοήθεια. Σε ιστορικό λιμάνι. Μετά από μερικές βδομάδες μονάχα, όμως, ξανακατρακύλησε. Το προσπάθησε και δεύτερη φορά – και πάλι με βοήθεια. Ξανάδωσε δηλαδή τη μάχη – κι αυτό είναι προς τιμήν του. Αλλά, δυστυχώς, και πάλι το αποτέλεσμα δεν υπήρξε ευοίωνο· γιατί ο Γιάννης ξαναματακατρακύλησε. Και παρέμεινε  «convivial», όπως θα τον χαρακτήριζε ο πατριάρχης των obituarist, Hugh Massingberd· ή «tired and emotional», όπως θα τον περιέγραφε η επιθεώρηση Private Eye.


Αντιμετώπιζε, βέβαια, και δυσκολίες τότε ο Γιάννης – η αλήθεια να λέγεται. Πρώτα-πρώτα δεχόταν εσωκομματικές μαχαιριές: τον αμφισβητούσε ο ηθοποιός και (μεγαλο)στέλεχος του ΠΑ.Π.ΑΡ., Παύλος Κοντογιαννίδης, στις (πάντα κρίσιμες) συνεδριάσεις του Δημαράδικου πολίτ μπιρό. Κι αυτό μόνο λίγο δεν το λες. Επιπλέον, αξίωνε σαράντα χιλιάρικα τον χρόνο από τον Καμμένο. Επειδή είχαν κατέβει στις εκλογές μαζί. Ο Πάνος, όμως, του έδινε μονάχα ένα δεκάρικο – κι αυτό με πολλές δυσκολίες κι αφού του έβγαζε την παναγία. Ακόμη, όμως, κι αυτό το φιλοδώρημα βάστηξε για λίγο. Γιατί κάποια στιγμή έκλεισε η κάνουλα. Μετά τις ευρωεκλογές, απαίτησε είκοσι χιλιάρικα από την κρατική επιχορήγηση. Που θέλησε να του τα κόψει, όμως, ο Πάνος, με το επιχείρημα ότι κόμμα Δημαρά δεν υφίσταται αφού είναι πλέον μια τσόντα της πολιτικής, ένα κόμμα-σφραγίδα. Κι αυτή την προσβολή ο Γιάννης δεν την άνθεξε. «Κάποιοι δεν σέβονται τον Γιάννη τον Δημαρά!» έλεγε οργισμένος (κρατώντας πάντα ένα ποτήρι) στους συνεργάτες του. Τι θα έκαμε χωρίς ισχυρή πολιτική στέγη; Χωρίς την βοήθεια Καμμένων δεν μπορούσε να ξαναπεράσει το κατώφλι του βουλευτηρίου – κι αυτό το ήξερε. 


Απελπισμένος, αποφάσισε, εν πλήρη απογνώσει, να καλεί στο τηλέφωνο τον Σταύρο Θεοδωράκη. Επανειλημμένως. Γυρεύοντας μιαν εκλογική συνεργασία. Ο εστιάτωρ / πολιτικός, όμως, δεν σήκωνε το τηλέφωνο. Απέφευγε τον καλό τον άνθρωπο. Γιατί τον θεωρούσε βαρίδι. Ως λαϊκό (σκέψου να σε θεωρεί λαϊκό μέχρι κι ο γραφικός αγιοβαρβαρίτης…). Κι επομένως ακατάλληλο για συνεργασία υπό την ποταμίσια σκέπη. Και ίσως αυτό να υπήρξε η αιτία που ανάγκασε τον δυστυχή Γιάννη να ξανακυλήσει, μέσα στην απογοήτευση, στις παλιές του συνήθειες. Στο ουίσκι. Johnny Walker black label – αυτό είναι το ποτό του! Αμέτρητα νεροπότηρα την ημέρα. Με το μπουκάλι πάντα δίπλα του από το πρωί ίσαμε τον ύπνο, τις πρώτες πρωινές ώρες, όπως μας λένε στενοί συνεργάτες του. Θα σε διαλύσουν οι κακές συνήθειες, μωρέ Γιάννη. Και καλά, για τον εαυτό σου μοιάζει να αδιαφορείς. Ίσως, ακόμη-ακόμη και για την οικογένειά σου. Δικαίωμά σου. Την Ελλάδα, όμως, δεν τη σκέφτεσαι; Ούτε και τους Έλληνες; Διόλου δεν συλλογίζεσαι πατρίδα και λαό που θα στερηθούν των υπηρεσιών σου;


Πού έπνιγε, όμως, τον καημό του ο Γιάννης όλον ετούτο τον καιρό που ο κόσμος δεν ζητούσε τις υπηρεσίες του; Η αοιδός Βίλλυ Ραζή (η ποια;) ήταν η έγνοια του! Εκεί έδινε όλο του το Είναι. Θαυμάζοντας μια υπηρέτρια της τέχνης του Ορφέως. Με αποτέλεσμα να παίρνει μανιακά τηλέφωνο στα κέντρα όπου η εκρηκτική αοιδός εμφανιζόταν και να ρωτά στερεοτυπικά την ίδια ερώτηση: «τι ώρα βγαίνει βρε παιδιά η Βίλλυ;». Και να πιάνει στασίδι, πάντα με ένα ποτηράκι στο χέρι, μέσα στα μεράκια. Και να χειροκροτεί σαν τρελός. Και να πίνει. Ήταν πλέον ανεπίστρεπτο: η φωνή της Βίλλυς Ραζή τον είχε οριστικά κερδίσει. Άλλο αν η συγκεκριμένη καλλιτέχνης τού έμπηγε και μαχαιριές πολλές και δυνατές. Μιας και δεν έδειχνε σημάδια ανταπόκρισης...


Δέχτηκε γερή πολεμική ο Γιάννης Δημαράς από τότε που μπήκε στην πολιτική κονίστρα· από τότε που έλαβε θέση στο πολιτικό μεϊντάνι.  Κάποιοι, προφανώς, τον φοβούνται. Και δεν επιθυμούν να ακούεται η φωνή του. Γι’ αυτό και τον πολεμούν. Και τον αναγκάζουν να καταφύγει στη σιωπή του ιδιώτη. Υπάρχει, όμως, κι ο λαός. Ο πάντα προδομένος. Που, όμως, ξέρει και γρηγορεί. Και που, δεν μπορεί, θα του δώσει και πάλι κάποια στιγμή –ας ελπίσουμε στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον– τη δυνατότητα να (ξανα)προσφέρει. Άλλωστε, ο ίδιος το διαλαλεί: «Με λένε Γιάννη Δημαρά και δεν έχω φάει ακόμα τα ψωμιά μου!». «Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου!» συμπληρώνει (ανακαλώντας μνήμες Βασίλη Μπουγιουκλάκη), υπονοώντας πολλά και βάζοντας υποθήκη για μελλοντικούς αγώνες. Είμαστε, λοιπόν, βέβαιοι ότι θα συναντηθούν, Γιάννης και λαός, εκ νέου, σε κοινή ρότα, γράφοντας νέες λαμπρές σελίδες στο βιβλίο που ονομάζεται Δημοκρατία. Ο λαός το θέλει. Η πατρίς το χρειάζεται. Ο ίδιος το μπορεί. Μιλούμε συχνά για πολιτική λειψανδρία, για κατάντια, για ζόφο. Κι όμως… Τίποτε δεν φαίνεται να έχει οριστικά χαθεί όσο ο Γιάννης Δημαράς δεν έχει ακόμα πει την τελευταία του λέξη.

/σχετικά άρθρα/